Μια τόση δα πατρίδα που τα σύνορά της ήταν από την μια ένα μικρό πάρκο

κι από την άλλη ο «κεντρικός» δρόμος

 

 

Αν η  πραγματική μας πατρίδα, όπως λέγεται, είναι η παιδική μας ηλικία, ο δρόμος που την πορεύτηκα για πολλά χρόνια ήταν η οδός Μακεδονίας. Μια τόση δα πατρίδα που τα σύνορά της ήταν από τη μια ένα μικρό πάρκο κι από την άλλη ο «κεντρικός», όπως λέγαμε, που μας ήταν απαγορευμένος,  γιατί  είχε πολλά αυτοκίνητα, που σπάνια ξέκοβαν για να περάσουν από τον δικό μας ήσυχο  δρόμο.

Και λέω «μας» ήταν απαγορευμένος, γιατί  σ’ αυτό τον δρόμο «συμπατριώτες» ήταν η Σούλα, η αδελφή της η Μαρία-Λουίζα κι ο αδελφός μου ο Μάνος,  ο οποίος ως αντιδραστικό πνεύμα πήρε μια ωραία ημέρα το παιδικό αυτοκινητάκι με τα πετάλια που του είχε κάνει δώρο ο μπαμπάς μου και  «ξεπόρτισε» στον «κεντρικό». Τον έφερε πίσω ένας οδηγός ταξί με τον οποίο κόντεψε να συγκρουστεί αλλά και με… υπερασπιστική γραμμή στην τρελαμένη μάνα μου που ανακάλυψε την απουσία του ότι αυτός πήγαινε κανονικά…

Η οδός Μακεδονίας ζωντανεύει κάθε χρόνο τις μέρες της γιορτής μου, αφού για δύο συναπτές ημέρες η Σούλα κι εγώ ανταλάσσουμε ευχές. Στις 17 Ιανουαρίου που γιορτάζω μου τηλεφωνεί η Σούλα και την επόμενη, του Αγίου Αθανασίου, που γιορτάζει αυτή τής τηλεφωνώ εγώ.

Έτσι για να μη μείνει καμιά παραπονεμένη. Αυτές τις δύο μέρες ανταλάσσουμε ευχές κι αναμνήσεις. Γι’ αυτούς που έφυγαν, τον  μπαμπά της που είχε το ίδιο όνομα με τον δικό μου, κι ας μην ήταν και τόσο συνηθισμένο, οι κύριοι Μιλτιάδηδες, τη μαμά της, την κύρια Μαριάννα με τα υπέροχα περιοδικά με σχέδια  για να ραφτούν οι κυρίες της εποχής, καθότι άξια μοδίστρα. Ακόμα για κάποιο λόγο θυμάμαι την όμορφη μυρωδιά των στοιβαγμένων περιοδικών μόδας.

Η οδός Μακεδονίας ήταν ο δικός μας κόσμος. Στον  «κεντρικό»  είχαμε το «ελεύθερο» μόνο όταν πηγαίναμε στο περίπτερο που δέσποζε δίπλα στη στάση των λεωφορείων ή κάποια απογεύματα του καλοκαιριού στο σινεμά «Μαρίνα»,   για να δούμε κάποια ελληνική ταινία. Ακόμα θυμάμαι ότι εκεί πρωτόδα την «Παριζιάνα» με τη Ρένα Βλαχοπούλου ενώ στις αφίσες για τα  προσεχώς δέσποζε η «Δίκη των δικαστών». Κι επειδή καποιες φίλες μου  μπορεί να το διαβάσουν και να μου βάλουν τις φωνές, εξηγούμαι: δεν ήταν η πρώτη τους προβολή.

Μια φορά πάλι που αποφασίσαμε οι τρείς φίλες να βγούμε κρυφά από τα όρια του μικρού μας κόσμου και να  πάμε να μαζέψουμε χαμομήλι στη διπλανή περιοχή της άκτιστης τότε Κηπούπολης, νομίζαμε ότι ήταν τόσο μακριά που πήραμε μαζί μας και κάτι να κολατσίσουμε… Τα 5 λεπτά ως εκεί ήταν το πιο μακρύ μας ταξίδι.

Το πεδίο δράσης μας ήταν όμως η οδός Μακεδονίας, όπου δέσποζαν το σπίτι της κυρα-Λένης, της Στέλλας της κομμώτριας, της κυρα-Μαρίας και του μπάρμπα-Γιάννη μ’ ένα τεράστιο φοίνικα στην αυλή του, που κάθε βράδυ καλοκαιριού οι δύο τους ήταν μόνιμοι θαμώνες στο πεζοδρόμιο του σπιτιού μας, για να δούνε τηλεόραση, αφου ήμασταν οι πρώτοι που αγοράσαμε το μικρό κουτί.

Η κυρία Σταυρούλα, μια  αγαπημένη γλυκιά γυναίκα  που έμενε σε ένα γραφικό σπιτάκι με κήπο, ήταν φίλες με την μαμά μου, αν και είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας.

Τελευταίο αφήσα το σπίτι του ενωματάρχη, όπως το λέγαμε «φάτσα» με το δικό μας, το οποίο τον περισσότερο καιρό ήταν κλειστό λόγω των μεταθέσεων του ιδιοκτήτη του. Τα σκαλοπάτια και  το πεζοδρόμιο του  ήταν ο τόπος των παιγνιδιών μας,  όπως το ότι κάναμε ότι παίζαμε στο «Λούνα Παρκ» που πρόβαλλε τότε η τηλεόραση. Και μοιράζαμε ρόλους. Εσύ η Τούλα πέντε κρίκοι ένα τάληρο κι η Μαρία Λουίζα η «Κάθριν», η ανιψιά του μπάρμπα Γιώργη».

Με την ίδια λογική που μοιραζόμαστε και τις μεγάλες  σταρ. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη και η Ζωή Λάσκαρη έμπαιναν στον «διαλεγώνα» κι όποια προλάβαινε να κατοχυρώσει  πρώτη έπαιρνε την Αλίκη. «Φτούκα -προ εγώ Αλίκη»…

Είχαμε και πιο απλά παιγνίδια,  όσο κι αν η τηλεόραση έμπαινε με φόρα στη ζωή μας. Κυνηγητό, κρυφτό και το περίφημο λάστιχο που το έπαιζαν μόνο κορίτσια.

Θυμάσαι, Αντωνία;

-Αν θυμάμαι, Σούλα… Αντε» και του χρόνου να μαστε καλά.