Συμπληρώθηκε  φέτος  η επέτειος  75 χρόνων της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από την υπογραφή της το 1948, της οποίας η φιλοσοφική θεμελίωση ανήκει στον Έλληνα Φιλόσοφο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ και η φιλοσοφική οικοδόμησή της στη σύγχρονη εποχή από τον Γάλλο ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ.

Με την ευκαιρία αυτής της επετείου είναι σημαντικό να ξαναθυμηθούμε μια από τις βασικές αρχές του ονομαστού αυτού κειμένου: «Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία, την αλληλογραφία του».

Η ιδιωτική ζωή σήμερα όμως βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα ενός κόσμου αλληλεξάρτησης και ταχύτατης τεχνολογικής ανάπτυξης, γεγονός που σημαίνει ότι η ιδιωτική μας ζωή είναι ανοχύρωτη και ευάλωτη σε αδιάκριτα βλέμματα και τις αρπακτικές διαθέσεις κάποιων επίβουλων εισβολέων σε αυτήν. Όλοι διαθέτουμε τηλέφωνα (κινητά και σταθερά), τραπεζικούς λογαριασμούς, χειριζόμαστε Η/Υ, διαθέτουμε αριθμούς κοινωνικής ασφάλισης, πιστωτικές κάρτες κλπ.

Υποβαλλόμαστε σε ερωτήσεις, αξιολογήσεις, συμμετέχουμε σε έρευνες. Εγγραφόμαστε, καταχωρούμαστε, συνδεόμαστε με το Διαδίκτυο.

Σίγουρα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί η έννοια της ιδιωτικής ζωής, μέσα στο νέο αυτό κόσμο της τεχνολογίας.

Η σύγχρονη έννοια της ιδιωτικής ζωής θα πρέπει να περιλαμβάνει τρία βασικά

δικαιώματα του ανθρώπου:

α) Το δικαίωμα να μη μας ενοχλούν.

β) Το δικαίωμα ελέγχου του τρόπου με τον οποίο συλλέγονται, χρησιμοποιούνται πληροφορίες που μας αφορούν και

γ) Το δικαίωμα αξιοποίησης της προόδου της τεχνολογίας, για τη διατήρηση των συμφερόντων και επιλογών της ιδιωτικής μας ζωής.

Αυτές οι βασικές αρχές που συνθέτουν τη σύγχρονη έννοια της ιδιωτικής ζωής, διέπουν το Νόμο 2225/ 20-7-94  με τον τίτλο «Για την προστασία της Ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας».

Ο Νόμος 2225 έχει τη φιλοδοξία να προστατεύσει την ανθρώπινη προσωπικότητα στην άσκηση ενός ιερού δικαιώματός της, του δικαιώματος του επικοινωνείν, με εγγυημένη όμως την ελεύθερη επιλογή του ανταποκριτή και την προς αυτόν εμπιστευτική – και μόνο προς αυτόν – ανακοίνωση στοχασμών, συναισθημάτων και πληροφοριών.

Το δικαίωμα αυτό – το οποίο ο Μαρλό θεωρεί ως ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου και προϋπόθεση διάκρισης και που είναι, κατά κοινή συνείδηση, η προϋπόθεση για την ανάπτυξη του επικοινωνιακού λόγου- είναι ένα σύνθετο δικαίωμα.

Έχει στοιχεία ατομικών ελευθεριών, όπως της προσωπικής ελευθερίας, της πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι σκέψεις, ιδέες και γνώσεις μπορεί κατά περίπτωση να αποτελούν πνευματικά αγαθά και η παραβίαση του απορρήτου κατά τη μετάδοσή τους να συνιστά πνευματική κλοπή.

Η άσκηση του δικαιώματος αυτού – όπως η εξέλιξη δείχνει- εξαρτάται από τα τεχνικά μέσα που έχει στη διάθεσή του ο δικαιούχος.

Η άσκησή του αποτελεί συνάρτηση της τεχνολογίας, η οποία και έχει εισβάλει επαναστατικά στο χώρο των επικοινωνιών. Ο παλιός τρόπος της επιστολογραφίας αποτελεί κλασσική μορφή. Μπορεί να έχει μία ρομαντική διάθεση, αλλά είναι μία μορφή παρωχημένη.

Η τεχνολογική εξέλιξη όμως των τηλεπικοινωνιών αυξάνει και τους κινδύνους για το απόρρητο.

Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει έντονα την ανάγκη για θέσπιση συγχρόνου νομικού πλαισίου, εξοπλισμένου με κατάλληλα μέσα.

Σήμερα η τεχνολογική εξέλιξη επιβάλλει ένα σύγχρονο νομικό σύστημα. Ο σύγχρονος νομοθέτης δεν μπορεί να αρκείται στην έκφραση της πολιτικής βούλησης γα την προστασία. Πρέπει να χρησιμοποιεί τις τεχνολογικές εξελίξεις και να τις κάνει προστατευτικά μέτρα. Αυτά ο Νόμος 2225 με γνώση αυτής της αδυναμίας -επιδιώκει ειδικότερα να προστατεύσει το απόρρητο από τις ενδεχόμενες προσβολές σε βάρος του.

Οι προσβολές αυτές είναι δυνατόν να προέρχονται από κρατικές υπηρεσίες, με στενή έννοια π.χ. ΕΥΠ με  το ΔΙΑΒΟΗΤΟΙ σύστημα PREDATOR, Αστυνομία από Οργανισμούς Δημοσίου Τομέα, π.χ., ΟΤΕ ή από άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες, όπως είναι οι επιχειρήσεις της κινητής τηλεφωνίας, οι τράπεζες δεδομένων καθώς και τα ιδιωτικά γραφεία ερευνών (ντεντέκτιβς).

Προς επίτευξη αυτού του σκοπού συστάθηκε η Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου και των Επικοινωνιών.

Ο Νόμος καθορίζει τις περιπτώσεις εκείνες όπου αίρεται το απόρρητο. Είναι οι περιπτώσεις των άρθρων 3 και 4 για λόγους εθνικής ασφάλειας και για λόγους διακρίβωσης ορισμένων εγκληματικών πράξεων, οι οποίες και περιοριστικά αναφέρονται στο Νόμο.

Όμως οι παραβιάσεις του απορρήτου, οι προερχόμενες από πρόσωπα, αποτελούν εγκληματικές πράξεις, των οποίων προβλέπεται η πάταξη από τον ποινικό νόμο.

Όσο λοιπόν καλύτερα επιτυγχάνονται οι σκοποί του ποινικού νόμου, δηλαδή η γενική και ειδική πρόληψη και αυτό αποτελεί συνάρτηση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης και τηςαποτελεσματικότητας των διωκτικών αρχών τόσο αποτελεσματική είναι και η προστασία του εννόμου αγαθού του απορρήτου.

Επεβάλλετο  λοιπον να εκσυγχρονιστεί το νομικό σύστημα προστασίας.

Οι παρακολουθήσεις αρμόζουν σε παρακράτος και όχι σε δημοκρατική πολιτεία, σεβόμενη τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα. Και δεν αρμόζουν σε μια κοινωνία που θέλει τα μέλη της να έχουν αυτοπεποίθηση προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας για να αναπτύσσουν έτσι τον επικοινωνιακό τους λόγο, προς διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, κοινωνικής αντίληψης στην αντιμετώπιση των κρίσιμων θεμάτων της.

*Ο Δημήτρης Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός-γγα, νομάρχης Ηρακλείου