Ακούμε και διαβάζουμε συχνά ότι για τα δεινά του πλανήτη μας αλλά και για τις μεγάλες κοινωνικές διαφορές αιτία είναι η ανθρώπινη απληστία και πλεονεξία. Είναι αλήθεια ότι η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος καθώς και η βιομηχανική ανάπτυξη έδωσαν την ευκαιρία της μαζικής παραγωγής προϊόντων, τα οποία έπρεπε να καταναλωθούν.
Προς την κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιήθηκε η διαφήμιση, η οποία «πλασάρει» με δελεαστικό τρόπο τα προϊόντα και εξωθεί τους ανθρώπους στην αγορά τους και στην κατανάλωση, δημιουργώντας τον τύπο του ανθρώπου που στόχος του είναι η απόκτηση και κατανάλωση όσο γίνεται περισσότερων προϊόντων, ενός ανθρώπου που όλη η ικμάδα των δυνάμεών του σπαταλιέται γι’ αυτό το σκοπό.
Πρόκειται για τον άνθρωπο που δεν αρκείται στα απαραίτητα, σ’ αυτά που του εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή ζωή, αλλά γίνεται έρμαιο των εξωτερικών ερεθισμάτων, που του σιγοψιθυρίζουν ότι η ευτυχία του εξαρτάται από την ποσότητα των προϊόντων που έχει στη διάθεσή του.
Οι Σειρήνες της διαφήμισης γεννούν την πλεονεξία, από την οποία γεννιέται το τέρας της απληστίας. Κι όταν το τέρας αυτό κυριαρχήσει επί του θυμικού του ανθρώπου και σκοτεινιάσει τη λογική του, τότε ο άνθρωπος παραδίδεται αναγκαστικά στα ένστικτα και δρα σχεδόν ανεξέλεγκτα, αφού και ο νους και το συναίσθημα λειτουργούν χωρίς μέτρο, χωρίς όρια. Ξεχνά τότε ο άνθρωπος ότι τα υλικά αγαθά είναι για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για τα αγαθά.
Ξεχνά ότι τα αγαθά μπορούν να βρεθούν, δεν μπορούν όμως να βρεθούν εύκολα άλλα σπουδαιότερα πράγματα, αν αυτά χαθούν. Παραδείγματα η ζωή μάς δίδει πολλά: η οικογένεια, οι φίλοι, το φαγητό που τρώμε και το νερό που πίνουμε ευχαριστώντας, η αγάπη που δίνουμε και μας δίνουν, η τίμια δουλειά μας, η χαρά που μας προσφέρει η επαφή με τη φύση, η υγεία, η ποιότητα των σχέσεών μας με τους άλλους ανθρώπους.
Όλα αυτά και άλλα ακόμη πόσο μπορούν να συγκριθούν άραγε με τη θήρευση του πλούτου και των υλικών αγαθών; Πέραν αυτών, η πλεονεξία και η απληστία σαφώς και επιφέρουν διάλυση των ανθρώπινων σχέσεων, ο άνθρωπος γίνεται ανταγωνιστικός και άρπαγας ή, για να το πω με τα λόγια του Άγγλου φιλοσόφου του 17ου αιώνα Τόμας Χομπς, ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του (Homo homini lupus est).
Θα πρέπει εδώ να πούμε ότι η πλεονεξία και η απληστία δεν είναι φαινόμενα της εποχής μας, αλλά φαινόμενα διαχρονικά. Πάντοτε ο άνθρωπος, όταν του δινόταν η ευκαιρία, λειτουργούσε σαν αρπακτικό, προσπαθώντας να εξασφαλίσει για τον εαυτό του πράγματα, ακόμη κι αν στην ουσία τούς ήταν άχρηστα.
Σε όλες τις εποχές και σε όλους τους πολιτισμούς π.χ. οι γυναίκες καλλωπίζονταν, οι πλούσιοι και οι άρχοντες επεδίωκαν να εξασφαλίσουν την πολυτέλεια, να συγκεντρώσουν πλούτο και δύναμη, να ντυθούν με ακριβά φορέματα, να χτίσουν παλάτια, λες και ο πλούτος και τα παλάτια θα τους έκαναν καλύτερους ως ανθρώπους. Κι αυτό συνέβαινε όχι μόνο μεταξύ των ατόμων αλλά και μεταξύ των λαών και των κρατών. Τα ισχυρά κράτη πάντα ήθελαν και θέλουν να αρπάξουν τον πλούτο ή τα εδάφη από τα πιο ανίσχυρα.
Υπήρχαν, όμως, πάντα και οι άνθρωποι εκείνοι που έκαναν την υπέρβαση, άφηναν πίσω το ένστικτο και κινούμενοι από κάτι ανώτερο, έμεναν ταπεινοί και σώφρονες, ακόμη κι αν μπορούσαν να αποκτήσουν πλούτο πολύ. Ο Δημοσθένης, για παράδειγμα, γράφει για τον Αριστείδη και τον Μιλτιάδη, αυτούς τους μεγάλους στρατηγούς των αρχαίων Αθηναίων, ότι ζούσαν σε ταπεινά χαμόσπιτα.
Μεταφέρω εδώ όσα γράφει ο μεγάλος αυτός ρήτορας, αναφερόμενος στους παλαιότερους Αθηναίους: «Στην ιδιωτική ζωή ήταν τόσο σώφρονες και παρέμεναν τόσο πολύ σταθεροί στο ήθος της πολιτείας, ώστε το σπίτι του Αριστείδη και του Μιλτιάδη και των τότε ξεχωριστών ανθρώπων, αν κάποιος από εσάς ξέρει ίσως ποιο περίπου είναι, βλέπει ότι δεν είναι καθόλου πιο μεγάλο και σπουδαίο από αυτό του γείτονά σας.
Γιατί αυτοί δεν ενεργούσαν για να αποκτήσουν άφθονα πλούτη, αλλά ο καθένας από αυτούς πίστευε ότι πρέπει να αυξήσει το κοινό καλό.» (Α΄ Ολυνθιακός, 25,6). Αλλά και ο Αριστοτέλης μιλούσε για την αρετή της μεσότητας και οι στωικοί φιλόσοφοι υποστήριζαν ότι η ευτυχία είναι αποτέλεσμα της εγκράτειας και της αρετής και όχι του πλούτου και της πλεονεξίας.
Εκείνοι, ωστόσο, που μίλησαν με απόλυτο, θα έλεγα, τρόπο για την αποφυγή της πλεονεξίας και της απληστίας είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ήδη ο απόστολος Παύλος είπε προς τους χριστιανούς της Εκκλησίας των Κολοσσών ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία (Κολ. 3,5).
Οι Τρεις Ιεράρχες, οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας καθώς και οι ασκητικοί πατέρες συχνά ομιλούν στους λόγους τους για το θέμα αυτό. Ένα τέτοιο κείμενο είναι και το παρακάτω, που σταχυολόγησα από τον Άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης, αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου, τον φιλοσοφικότερο των Πατέρων:
«Έχει αποδειχθεί από όσα ειπώθηκαν ότι είναι δίχως νόημα να είμαστε εχθρικοί προς τη σωματική μας φύση. Διότι δεν έχει εξαρτηθεί από αυτήν η αιτία των κακών [διαφορετικά (το κακό)θα είχε επικρατήσει, κατά τον ίδιο τρόπο, πάνω σε όλους που έχει τύχει να ζουν με σώμα], αλλά επειδή ο καθένας από εκείνους που μνημονεύονται για την αρετή τους και με σώμα είναι και κακία δεν έχουν, είναι φανερό από όλα αυτά ότι δεν είναι το σώμα η αιτία των παθών αλλά εκείνη που δημιουργεί τα πάθη είναι η ελεύθερη βούληση.
Διότι το μεν σώμα κινείται με τρόπο που αρμόζει στη φύση του, κατευθυνόμενο με τις δικές του έμφυτες δυνάμεις προς αυτά με τα οποία συντηρείται, ανάλογα προς τη σύσταση και τη διάρκεια της ζωής του. Και εννοώ το εξής περίπου: το σώμα χρειάζεται φαγητό και νερό, ώστε η δύναμη που χάθηκε να ξαναμπεί στο σώμα αυτού που την απώλεσε. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η επιθυμία. Επίσης, η φύση του σώματος που είναι θνητή αθανατίζεται με τις γενιές που διαδέχονται η μια την άλλη.
Για τον λόγο αυτό, είναι φτιαγμένο κατάλληλα, σχετικά και με αυτή την έμφυτη τάση. Εκτός από αυτά, το σώμα έχει δημιουργηθεί γυμνό από το σκέπασμα που παρέχουν οι τρίχες, εξαιτίας του οποίου έχουμε ανάγκη ης εξωτερικής περιβολής. Αλλά και επειδή δεν μπορούμε να αντέξουμε τη ζέστη, το κρύο και τη βροχή, ψάξαμε και βρήκαμε τη στέγη που μας παρέχουν τα σπίτια. Εκείνος που βλέπει αυτά και τα παρόμοια με λογική σκέψη, δέχεται το καθένα τους ήρεμα, βάζοντας όριο της επιθυμίας του το σκοπό για τον οποίο τα χρειάζεται: σπίτι, ρούχο, σύζυγο, τροφή, εξυπηρετώντας με το καθένα τους την ανάγκη της φύσης.
Αντίθετα, ο υπηρέτης των ηδονών αυτά που χρειάζεται εξ ανάγκης, τα έκανε δρόμους των παθών, αναζητώντας αντί της τροφής την τρυφή, προτιμώντας αντί της περιβολής (του ρούχου) τον καλλωπισμό, αντί της χρήσης του σπιτιού την πολυτέλεια, αποβλέποντας αντί της απόκτησης παιδιών στις παράνομες και απαγορευμένες ηδονές. Γι’ αυτό και η πλεονεξία όρμησε μέσα στην ανθρώπινη ζωή από πόρτες ορθάνοιχτες και η τρυφηλότητα και η αλαζονεία και η νωθρότητα και η πολύμορφη ασωτία και τα όμοιά τους φύτρωσαν δίπλα σε όσα εξ ανάγκης χρειάζεται ο άνθρωπος, όπως ακριβώς (φυτρώνουν) κάποιοι κόμποι (άγονοι οφθαλμοί δένδρων) ή ξερόκλαδα, λόγω του ότι η επιθυμία παραμέρισε τα όρια της χρησιμότητας και απλώνεται σε όσα επιδιώκονται με ζήλο χωρίς να είναι καθόλου χρήσιμα.
Διότι τι το κοινό έχει προς τη χρησιμότητα της τροφής το εγχαραγμένο ασήμι, που κοσμείται από πάνω με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους; Ή για χάρη τίνος πράγματος είχε ανάγκη το φόρεμα από το χρυσό νήμα και την λαμπρή πορφύρα και τις ζωγραφιές της υφαντικής, με την οποία πόλεμοι και θηρία και τέτοια θέματα εικονίζονται από τους υφαντές στους χιτώνες και στα πανωφόρια, που με όλα αυτά συμμαχώντας φύτρωσε η αρρώστια της πλεονεξίας;
Γιατί, για να πετύχουν τη δυνατότητα της ετοιμασίας που απαιτούν αυτά, εξασφαλίζουν τις πρώτες ύλες που επιθυμούν εξαιτίας της πλεονεξίας. Η πλεονεξία όμως άνοιξε την πόρτα της απληστίας, η οποία, κατά τον Σολομώντα, είναι το τρυπημένο πιθάρι που για όσους αντλούν από αυτό είναι λειψό και βρίσκεται άδειο. Επομένως, δεν γεννά το σώμα τις αφορμές των κακών, αλλά η ελεύθερη βούληση, που εκτρέπει τον σκοπό της χρήσης προς την επιθυμία αφύσικων πραγμάτων.» (Γρηγόριος Νύσσης, Εις τους κοιμηθέντας, 9,58).
Το κείμενο, με γλαφυρό τρόπο, ξεχωρίζει τα αγαθά σε δυο κατηγορίες: αυτά που εξασφαλίζουν τη ζωή και είναι απαραίτητα για τον άνθρωπο, δηλαδή τα χρήσιμα, αυτά που επιβάλλει η ίδια η ανθρώπινη φύση για να ζήσει ο άνθρωπος, και τα άλλα, τα παραπανίσια και άχρηστα, που υπάρχουν μόνο και μόνο για επίδειξη και που τα επιβάλλει η πλεονεξία.
Μάλιστα, είναι ολοφάνερη η νύξη που κάνει ο Άγιος Γρηγόριος σχετικά με την απόκτηση των πρώτων υλών για τη δημιουργία των ειδών πολυτελούς ένδυσης και στολισμού των σπιτιών: οι ύλες αυτές εξασφαλίζονται με παράνομους τρόπους, στους οποίους εξωθεί η πλεονεξία.
Επίσης, είναι σημαντική η θέση του ότι για ό, τι κακό συμβαίνει στον άνθρωπο δεν φταίει το σώμα, η σωματική φύση του ανθρώπου, αλλά η προαίρεσή του, δηλαδή η ελευθερία του να επιλέγει. Έτσι, αν έχει αγαθή προαίρεση, θα επιλέξει το καλό, το απλό και το χρήσιμο, ενώ αν η προαίρεσή του είναι κακή, θα επιλέξει το κακό, το σύνθετο και το άχρηστο. Ο άγιος Γρηγόριος προκρίνει το φυσικό και το απλό, έναντι του πολυποίκιλου και εξεζητημένου.
Η ομορφιά βρίσκεται στην απλότητα, όχι στα περιττά στολίδια. Η θέση αυτή του αγίου Γρηγορίου για τον κεντρικό ρόλο της προαίρεσης, αναφορικά με την ηθική ζωή του ανθρώπου(που είναι και θέση γενικά των Πατέρων της Εκκλησίας), αναδεικνύει με σαφήνεια τον ανθρωπισμό που διέπει την πατερική σκέψη.
Είναι βέβαιο ότι ίσως υπάρχουν αντιρρήσεις απέναντι στις απόψεις που διατυπώνονται στο κείμενο. Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι η ελληνική και χριστιανική παράδοση ήταν πάντα η παράδοση του μέτρου, της απλότητας, των μικρών πραγμάτων, αυτών που ήταν στα μέτρα του ανθρώπου.
Τα μεγάλα και πλούσια παλάτια, η χλιδή, η επίδειξη του πλούτου και τα συναφή χαρακτήριζαν τον ανατολίτη (το βλέπουμε και σήμερα στην περίπτωση του Τούρκου προέδρου με το παλάτι των χιλίων δωματίων). Η εποχή μας επιζητεί, για να μην πω επιβάλλει, μια καλύτερη διαχείριση του πλούτου της γης (για να ξεκινήσω από αυτό), ένα σεβασμό σε ό,τι μας χαρίζει ο πλανήτης μας και μια πιο συνετή και προσεκτική χρήση των προϊόντων εκ μέρους μας.
Όλα αυτά προϋποθέτουν και απαιτούν ανθρώπους με αρχές και αξίες, με πνευματική καλλιέργεια και εδραία πίστη, με αισιοδοξία, με αγάπη στην υγιή παράδοση, με αγωνιστικό πνεύμα και με αγαθή προαίρεση, ώστε να θέσουν υπό έλεγχο τη «φυσική» απληστία αφενός και, αφετέρου, να διεκδικήσουν με αγωνιστικότητα τη σωτηρία του πλανήτη, προτού φτάσει η ώρα της Αποκάλυψης, που θα είναι συνέπεια της δικής μας, της ανθρώπινης, μεγαλύτερης ή μικρότερης, απληστίας.