Η μακρόσυρτη βουή του πελάγου έμπαινε στο σαλόνι

Η ειδησεογραφία «τρέχει», τα  καθημερινά προβλήματα είναι τόσο πολλά, αλλά στο «στίγμα της ημέρας» αυτό που θέλω να μοιραστώ μαζί σας  δεν αφορά στην επικαιρότητα, αλλά είναι μια εικόνα από το παρελθόν.

Μια διήγηση της Μαρίκας Φρέρη δασκάλας κάποτε στον «Κοραή», που έπεσε στα χέρια μου.

Βρίσκεται καταγεγραμμένη στο βιβλίο της «Το Κάστρο μας» (ημερομηνία έκδοσης 1979), από την επίσκεψη της ίδιας όταν ήταν παιδί, μαζί με τα αδέλφια της, στο  αρχοντικό της Μαρίας και του Ανδρέα Καλοκαιρινού.

Είναι μια περιγραφή τόσο ζωντανή, σαν να βρισκόμαστε εκεί μαζί της, την ώρα που η οικοδέσποινα, η οποία ήταν φίλη της μητέρας της, κατέβηκε τη μεγάλη εσωτερική σκάλα για να τους υποδεχτεί.

«Ακούστηκαν βήματα και ένα φρου-φρου από βαρύ μεταξωτό φόρεμα. Και να την: Η Μαρία Καλοκαιρινού, μικροκαμωμένη, με γλυκύτατη φυσιογνωμία και χαμογελαστό οβάλ προσωπάκι, στα μαύρα ντυμένη, με τα μαλλιά της σε ψηλό κότσο στην κορφή του κεφαλιού και με το αριστερό της χέρι να κρατά τη μακριά της φούστα πιο ψηλά από το πάτωμα για να μην την πατήσει.

Σηκωθήκαμε και τρέξαμε να της φιλήσουμε το χέρι – που μου φάνηκε μαλακό και μυρωδάτο. Κείνη μας έσφιξε στην αγκαλιά της και με τον ήρεμό της τρόπο μας είπε να κάνουμε σαν στον σπίτι μας.

Με πολλή περιέργεια αρχίσαμε να περιεργαζόμαστε το κάθε τι μέσα εκεί – που ασφαλώς δεν θα ξέραμε να εκτιμήσουμε την αξία του. Φιλντισένια τραπεζάκια, καθρέφτες με ολόχρυσες κορνίζες, κάδρα πελώρια με θαμπά χρώματα και μεταξωτές κουρτίνες δεμένες με φούντες στο κάθε πλάι, βιτρίνες με ασημικά και κάτω χαλιά που βουλούσαν τα πόδια μας.

Από τα ανοίγματα των κουρτινών φαινόνταν το Κρητικό πέλαγος και τα ραντίσματα που έκαναν τα κύματα πάνω στους κυματοθραύστες. Μα και η μακρόσυρτη βουή του πελάγου έμπαινε στο σαλόνι, αν και όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά.

Στη μέση, το στρογγυλό τραπέζι ήταν στρωμένο, έτοιμο για να μας σερβίρουν γάλα με σοκολάτα – που τόσο αρέσει στα παιδιά όλου του κόσμου. Γλυκά σε ασημένιους δίσκους και λιχουδιές σπιτικές, άφθονες. Σταθήκαμε όσο μπορούσαμε πιο αξιοπρεπείς και προσεκτικοί γιατί ακόμα ηχούσαν στ’ αυτιά μας οι παραγγελίες της μητέρας μας[…]

-Ελάτε να πάμε στην ταράτσα μάς πρότεινε.

Και μας οδήγησε από την εσωτερική μεγάλη σκάλα στο πάνω πάτωμα κι από κει, από μια μπαλκονόπορτα, βγήκαμε όλοι μαζί έξω.

Ο ήλιος πήγαινε να δύσει και το ολοπόρφυρο φως θάμπωσε τα μάτια μας. Το υπέροχο θέαμα του πελάγου, του λιμανιού και του Κούλε μας γέμισε δέος και σφιχτήκαμε όλοι γύρω από τη μεταξωτή φούστα.

Η όμορφη γυναίκα άπλωσε τα ωραία χέρια της και μας περίλαβε στην αγκαλιά της.

Και φάνηκε στα μάτια μου τόσο συγκινημένη για το ζωντανό φορτίο της…».