Ο Ροΐδης, πάντα επίκαιρος, χαρακτήριζε το πολιτικό κόμμα ως “Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσιν και ν’ αρθρογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσιν ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσιν χωρίς να σκάπτωσιν”.

Τα πολιτικά κόμματα τότε, όπως και τώρα, ήταν μικρομάγαζα που διαφήμιζαν την πραμάτεια τους με κράχτες και όλα εκείνα τα μέσα που προσελκύουν πελάτες στα παζάρια και στις λαϊκές αγορές.

Στο κέντρο του ενδιαφεροντός τους είχαν πάντα την Τοπική Αυτοδιοίκηση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τους ξέφευγαν και όλοι οι άλλοι συλλογικοί φορείς. Παντοειδείς σύλλογοι, σωματεία, επιμελητήρια, ενώσεις, μέχρι και τα εκκλησιαστικά συμβούλια, οι αθεόφοβοι. Όμως η Τοπική Αυτοδιοίκηση συγκέντρωνε πάντα τη βουλιμία τους.

Ακριβώς για το λόγο ότι η ψηφοφορία ήταν μαζική και οι τοπικοί άρχοντες είχαν μια κομβική θέση στα τοπικά δρώμενα. Κάνοντας ταμείο μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, διαλαλούσαν το πόσους Δήμους και Περιφέρειες είχαν καταλάβει. Σαν να πρόκειτο για εχθρικά εδάφη κατακτηθέντα μετά από πόλεμο.

Ως κράχτες χρησιμοποιούσαν αναγνωρίσιμα πρόσωπα στις τοπικές κοινωνίες, τα έντυναν με τη λεοντή του Ηρακλή, ή το καπέλο του Μεγάλου Ναπολέοντα, και για ένα μήνα χάριζαν χαμόγελα και υποσχέσεις, μοιράζοντας απλόχερα επιτραχήλιους λαγούς. Ελεγχόμενοι τοπικά από πολιτικές μετριότητες, αν όχι και κάτω απ’ αυτές, προσπαθούσαν να επιβληθούν στους ψηφοφόρους, με επιλογές που ξεπερνούσαν τη γελοιότητα. Κάποιες φορές, αποτυ-

γχάνοντας να πείσουν τους οπαδούς τους με την επίκληση της κομματικής (ως θρησκευτικής) πίστης, χρησιμοποιούσαν παντοειδείς απειλές με ηπιότερη τη διαγραφή. Οι “πιστοί“, είχαν ήδη εγγράψει τους απειλούντες.

Εκεί που η φαιδρότητα ξεπερνούσε τα όρια, συνέβαινε όταν παραγκωνισμένοι (δίκαια ή άδικα) οπαδοί ενός κόμματος, μεταπηδούσαν σε άλλο, για να του προσδώσουν τη στόφα του “ανεξάρτητου“. Είναι πραγματικά συγκινη-

τικό να διαβάζει κανείς τις εκατέρωθεν δηλώσεις που ακολουθούσαν και ανέκαθεν κάλυπταν ύποπτες συναλλαγές. Ο ένας ανακάλυπτε την κρυφή λατρεία και τη βαθύτατη εκτίμηση που πάντα είχε για τον άλλο, σαν τη γεροντοκόρη που στα γεράματα συναντά τον έρωτα. Ο άλλος, ανακαλύπτει την εντιμότητα και την επιτυχημένη διαδρομή του πρώτου στα δημοτικά πράγματα, αν και οι παρελθούσες εκτιμήσεις του τις είχαν απορρίψει μετά βδελυγμίας, καταγγέλοντας ατασθαλίες και σκοτεινούς χειρισμούς.

Τελευταία, παρατηρείται ένα νέο φαινόμενο. Ο υποψήφιος επικεφαλής της αυτοδιοικητικής-κομματικής παράταξης, γνωρίζοντας τον εκλογικό καταποντισμό του, παρουσιάζεται ως “θυσιαζόμενος“ για το κόμμα του. Μια σύγχρονη Ιφιγένεια. Θα ήταν συγκινητικό, αν ο καθένας δεν υποπτευόταν βάσιμα πως η “θυσία“ κρύβει πίσω της σκοτεινές συμφωνίες (deals, τα λένε οι νεόκοποι αναλυτές) για τη μετέπειτα προώθηση του “θυσιασθέντα“.

Σε κάθε περίπτωση, εύλογα διερωτάται κανείς γιατί θα πρέπει και ο “συγκινημένος” ψηφοφόρος ν’ ακολουθήσει την Ιφιγένεια; Γιατί θα πρέπει και ‘κείνος να θυσιασθεί; Γιατί θα πρέπει να βάλει το συμφέρον του κόμματος, πάνω από το συμφέρον της πόλης, δηλαδή τού ίδιου του σπιτιού του;

Μέσα σ’ αυτό το δημοτικό σκηνικό, πέρα και πάνω απ’ όλ’ αυτά, δημιουργήσαμε την παράταξη “ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ“. Αδιάφορη για τέτοιες συναλλαγές, ουδέποτε ανέλαβε υποχρεώσεις. Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της ξεκαθάρισε ότι δεν χρωστά σε κανένα.

Ότι ουδείς μπορεί να την εκβιάζει μετεκλογικά. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω της άντρες και γυναίκες, που ενώ προέρχονταν από όλο το πολιτικό φάσμα, προσήλθαν αυτόβουλα και χωρίς να εκτελούν κομματικές αποστολές. Ήταν, και είναι όλοι τους, αυτόφωτες προσωπικότητες. Οι καλύτεροι τών καλύτερων. Φέρνουν έναν άλλο αέρα, άλλο ήθος και άλλο ύφος στη Δημοτική Αρχή. Σε τίποτα δεν μοιάζουμε με το παρελθόν.