Πληκτρολόγησα τον κωδικό στην λευκή εξώπορτα του ισογείου  που αντέγραψε η ματιά μου  από έναν γιατρό  και μπήκα μέσα.

Έστριψα δεξιά και  βρέθηκα απέναντι από μια δίφυλλη μπλε πόρτα με τον ίδιο κωδικό  για να ανοίξει και να σε υποδεχτεί η αποθήκη ψυχών  που την έχουν ονομάσει Μονάδα covid 19.

Κάπου απέναντι από τον Υμηττό στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο Αθηνών.

Πριν κατευθυνθώ στο βάθος του διαδρόμου χτύπησα με το χέρι μου το μικρό τζάμι του δωματίου 6 για να με κοιτάξει ο άνθρωπός μου  όπως στην πραγματικότητα είμαι, σε λίγο θα με δει ντυμένη σαν εργαζόμενη σε πυρηνικό εργοστάσιο.

Του χαμογέλασα μέσα από την μάσκα και κατευθύνθηκα στο βάθος του διαδρόμου.

Εκεί ανάμεσα σε δεκάδες κουτιά βρίσκω και φοράω πρώτα τα πλαστικά καλύμματα για τα παπούτσια, κρύβω τα μαλλιά μου σε ένα πράσινο χάρτινο σκούφο, φοράω μια χάρτινη σαν ύφασμα  ρόμπα που δένει πίσω  και τελευταία τα πλαστικά γάντια και μια μάσκα αυξημένης προστασίας πάνω από την δική μου μάσκα.

Σίγουρα έχουν ονομασίες όλα αυτά που φοράω αλλά αρνούμαι να τις μάθω.

Ακούω τις νοσηλεύτριες που μιλούν για ασθενείς, ο 7 ένα, ο 8 τρία.

Ο δικός μου είναι ο 6 δύο.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω στο δωμάτιο.

Σήμερα το πρωί ήταν απελπισμένος φώναζε ότι θα αποσυνδεθεί από τα μηχανήματα και θα φύγει.

Τον νιώθει και η τελευταία σταγόνα αίματος που κυλάει μέσα μου αργά και βασανιστικά αυτές τις μέρες.

Βρεθήκαμε από το Ηράκλειο εδώ για μια δύσκολη επέμβαση και ενώ η επέμβαση καθαυτή είχε τόση επιτυχία, κόλλησε covid στο χειρουργείο, από γιατρό, από νοσηλευτή,  σίγουρα όχι από συνοδό, μιας και όλοι που είμαστε δίπλα του βγαίνουμε αρνητικοί στα τεστ. Ποιος ξέρει; Και τελικά δεν έχει σημασία πια… Μας μετέφεραν εδώ.

Σε αυτό το αποθετήριο ανθρώπων.  Αν οι μονάδες covid  των νοσοκομείων είναι σε αυτήν την κατάσταση, τρία χρόνια  μετά την εμφάνιση αυτού του ιού, τώρα που ο ιός ξεψυχάει φαντάζομαι πως θα ήταν τότε, όταν συστήθηκαν για πρώτη φορά, όταν γεννήθηκαν.

Δυο λέξεις μόνο επίλογος στην σκέψη μου.

“ΘΕΕ ΜΟΥ”.

Κατά μήκος του διαδρόμου κουτιά ντυμένα  με κίτρινες σακούλες  σε χρέη κάδων σκουπιδιών, ιατρικά μηχανήματα που δεν ξέρω  τα ονόματα τους, παραταγμένα σαν σε παρέλαση.

Στο απέναντι κρεβάτι ο κύριος Παναγιώτης που έκανε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και βρέθηκε εδώ για να κλείσει ό,τι του άνοιξαν τα χειρουργικά νυστέρια   μουρμουρίζει: “Αισιοδοξία για αύριο”…

Το μηχάνημα σίτισης δεν το έχουν βάλει ακόμα σε λειτουργία.

Δεν ξέρουν, λέει, να το χρησιμοποιούν, πρώτη φορά το βλέπουν και δεν έχουν τον χρόνο να ασχοληθούν.

Το βάζω στην πρίζα, πατάω το οn και αρχίζει να δουλεύει.

Ο καθετήρας κοντεύει να εκραγεί.

Ζητάω να τον αλλάξουν…

“Ερχόμαστε γλυκιά μου” , απαντάει η νοσηλεύτρια που τρέχει πάνω κάτω σαν κασκαντέρ σε ταινία τρόμου.

Ρωτάω τον γιατρό που μπήκε μέσα στο δωμάτιο μαζί μου αν θα άφηνε την μητέρα του ή την αδελφή του σε τέτοιες συνθήκες και μου απάντησε: “Ναι ,αλλά γιατί θα τις πρόσεχα εγώ”…

“Τότε, αφήστε μας να προσέχουμε εμείς τους ανθρώπους μας …και όχι δύο νοσηλευτές να βγάζουν βάρδια σε μονάδα νοσηλείας  covid.

Τι να προλάβουν;

Τι να πρώτο ακουμπήσουν σε αυτήν την αποθήκη του νοσοκομείου;”.

Το επισκεπτήριο είναι μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το απόγευμα

Κάθομαι στο δωμάτιο 6 μέχρι να με διώξουν. Στην αρχή όταν έφευγα τους έλεγα να μου τον προσέχετε… τώρα ξέρω ότι δεν μπορούν.

Ο γιατρός μάς ενημέρωσε ότι θα πάρουμε εξιτήριο από εδώ και ευτυχώς η covid δεν τον έχει επηρεάσει.

“Τον έχει επηρεάσει στην ψυχή καλέ μου γιατρέ”.

“Το ξέρω αλλά έχω δεμένα χέρια πάνω σε αυτό, ακολουθούμε πρωτόκολλο”.

“Και είναι πρωτόκολλο στις κλινικές covid να στοιβάζονται οι άνθρωποι σαν τα ιατρικά εργαλεία;

Τι είδους πρωτόκολλο είναι αυτό που δεν υπάρχουν νοσηλευτές να τους φροντίζουν;

Πρωτόκολλο τριτοκοσμικής χώρας;”

“Δυσκολεύομαι κι εγώ όσο κι εσείς” μου απαντάει και ξέρω ότι  λέει αλήθεια.

Στο τέλος του διαδρόμου  όταν βγάζω την στολή προστασίας συμβουλεύω την κόρη ενός ηλικιωμένου που ήρθε από τη Σάμο για να χειρουργηθεί, αλλά δεν πρόλαβε γιατί ήταν κι εκείνος κομμάτι της διασποράς του ιού,  να υπογράψει, αφού είναι καλές οι εξετάσεις του, και να φύγει από αυτόν τον Καιάδα.

Επτά μέρες σε αυτήν την Μονάδα άκουσα ιστορίες ανθρώπων που μεγάλωσαν,  αγαπήθηκαν και αγάπησαν.

Που νίκησαν και νικήθηκαν.

Ανέβασα και κατέβασα ανακλήσεις σε κρεβάτια, κράτησα το στρώμα των φορείων στη μεταφορά των ασθενών

Έφερα καφέ και νερό και ό,τι άλλο είχαν όρεξη τα αγόρια του θαλάμου 6.

Νίκησα τον φόβο του ιού και βοήθησα τον κύριο Αχιλλέα να  φάει την ψαρόσουπα του, την κρέμα του, το ζελέ του. Ο  γλυκός κύριος Αχιλλέας  που έχασε την γυναίκα του στα 45 του χρόνια, που ήταν δικηγόρος μα τώρα δεν μιλάει, ούτε περπατάει αλλά μου χαμογελάει όπως τα πεντάχρονα μου όταν του δίνω μπισκότα με σοκολάτα.

Και  εκείνο το χαμόγελο μού το φοράει παράσημο τούτης της ζωής.

Στο δρόμο για το δωμάτιο του ξενοδοχείου έχω μαζί μου όλους τους αγαπημένους που περιμένουν υπομονετικά να απαντήσω σε τηλέφωνα και μηνύματα.

Δεν ξέρω πώς θα βάδιζα αυτόν τον δρόμο χωρίς εκείνους.

Εκείνους που μοιράζονται μαζί μου το  πρωτόκολλο στην Mονάδα covid.

Εκείνους που ελαφρύνουν το βάρος μας.

Έξω από το ξενοδοχείο μια ροζ μωβ γιακαράντα, αγκαλιάζω τον κορμό της, δεν με νοιάζει τι λένε οι περαστικοί. Εύχομαι όλα τα άνθη της να μπουν στις ψυχές των ασθενών των νοσηλευτών και των γιατρών.

Πριν μπω στο μπάνιο να ξεπλυθώ από την θλίψη ανοίγω την τηλεόραση και ακούω προεκλογικές  συζητήσεις πολιτικών… για την υγεία και την παιδεία.

Κοιτάζω το βιβλίο του Ξανθούλη που με κάνει να χαμογελάω σε αυτήν την  συνταγή απόγνωσης,  “Την Κυριακή έχουμε γάμο” και θέλω να το πετάξω σε όλους αυτούς που χτίζουν αποθήκες ψυχών και  διοργανώνουν εκλογές μεταξύ  τρελού πανηγυριού και τραγωδίας σε αυτήν τη χώρα που ανεμίζουν ακόμα οι γαλανόλευκες στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας.