Αρκετά συχνά στους δρόμους και στις πλατείες της Πράγας, γίνεσαι μάρτυρας της εναλλαγής ενός τοπίου που δείχνει να μην εστιάζεται ή να μην παραπέμπει σε συγκεκριμένη χρονολογία.

Σε γωνιές τουριστικές και πολυσύχναστες  άνθρωποι λανσάρουν ρούχα και νοοτροπίες παμπάλαιες, ένα σκηνικό καθόλου μα καθόλου αναχρονιστικό  για την καινούργια πόλη που βιάζεται να προχωρήσει μπροστά με γιγαντιαία βήματα. Το ασυνήθιστο βλέμμα του ανύποπτου επισκέπτη παγιδεύεται συνεχώς σε διάφορες εποχές και αιώνες μακρυνούς, οι χρονικές περίοδοι μπλέκονται ωσάν να αποτελούν φαινόμενο  φυσιολογικό.

Ίσως αυτή η άναρχη φαντασία να εξισορροπείται και επιβραδύνεται κάπως από τις προσόψεις των σπιτιών, τις περίτεχνες διακοσμήσεις τους, τις θύρες των κτιρίων, τις έγχρωμες ταράτσες των κτιρίων, στόχους της δημοφιλούς ενασχόλησης  της φωτογράφησης όλων αυτών και της εναποθήκευσής τους στο απέραντο και διαχρονικό ψηφιακό κόσμο.

Οι ιδιαιτερότητες και ιδιοτυπίες είναι πολλές σε τούτη την γωνιά της κεντρικής Ευρώπης, με έντονη την παρουσία του αποτελέσματος της μείξης του αυστρογερμανικού και του σλαβικού παράγοντα, και γιατί όχι  και του εβραϊκού ακόμα στοιχείου. Η τσέχικη λογοτεχνία ήταν επόμενο πως θα βαδίσει πάνω σε αυτές τις ράγες ακολουθώντας τις ιστορικές ανατροπές και κοινωνικές εξελίξεις των εποχών.

Έτσι, μπορεί ο  Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος να επέφερε ένα κύμα καταστολής της νεοεμφανιζόμενης τσέχικης κουλτούρας, και να είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή στις παραδοσιακές τσέχικες αξίες και την ιστορία, αλλά η περίοδος του Μεσοπολέμου, υπήρξε μια άκρως παραγωγική εποχή από πολλές απόψεις για τη χώρα και τον πολιτισμό της.  Η μεγάλη άνθηση της λογοτεχνίας εκδηλώθηκε με κυκλοφορία σπουδαίων έργων.

Το αντιπολεμικό μυθιστόρημα  ‘Ο καλός στρατιώτης Σβέικ’ (1921) του Γιάροσλαβ Χάσεκ, με τις πολλαπλές μεταφράσεις, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Η εποχή μεταξύ 1918 και 1938, χαρακτηρίστηκε ως χρυσή εικοσαετία, στην οποία ουσιαστικά δημιουργήθηκε το σύγχρονο τσεχοσλοβακικό κράτος, αλλά δυστυχώς σύντομης διάρκειας, αφού το διέλυσε η ναζιστική επέλαση και αργότερα η γνωστότερη σοβιετική εμπλοκή και επικυριαρχία ανάμεσα στα 1948 και 1989.

Η αέναη τσέχικη αιχμαλωσία του βλέμματος
Αρκετά συχνά η λογοτεχνία και πολλά έργα της διανέμονταν από χέρι σε χέρι, τη γνωστή σαμιζντάτ, ενώ οι δημιουργοί τους έρχονταν αντιμέτωποι με διώξεις, απειλές και εξορίες.  Έτσι κάποιες φορές η φυγή προς το εξωτερικό, για ορισμένους,  ήταν δρόμος αναπόφευκτος. Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο και για τον πολιτισμό της χώρας.

Οι λογοτέχνες βιώνοντας εκ των έσω την κατάσταση, αφουγκράστηκαν παράλληλα τις αλλαγές  που προοιωνίζονταν για την ώρα και φυσικά για τις επερχόμενες εποχές.

Ο γνωστότερος Μίλαν Κούντερα στο εμβληματικό του μυθιστόρημα ‘Η ζωή είναι αλλού’ (1973),  ξεδιπλώνει τις ελπίδες και την προσμονή του κύριου χαρακτήρα του, από την ποίηση και τη ζωή γενικότερα  και σκιαγραφεί μελαγχολικά την δύσκολη ενηλικίωσή του, ερχόμενος καθημερινά ενάντια σε πολλές εκφάνσεις  του διάχυτου ιδεολογικού ολοκληρωτισμού από τον οποίο περιβάλλεται.

Όμως η ζωή πάντοτε είναι αλλού! Σαράντα χρόνια σκληρού ολοκληρωτισμού σημάδεψαν πολλές παραμέτρους όλων. Σήμερα σε μια περίοδο ανακούφισης από τη μια μεριά για την ελευθερία  και  θλίψη για όσα έχασαν όλα εκείνα τα χρόνια, αλλά και αγωνίας για το δύσκολο μέλλον τους στην ενωμένη Ευρώπη, φαντάζονται και δημιουργούν πολλά.

Όπως τότε παλιά στην χρυσή περίοδο της ιστορίας τους. Στο στόχαστρο τώρα βρίσκεται η εισαγωγή του κοινού νομίσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ευρώ, αλλά και η αγωνία για τις γνωστές και αναπόφευκτες ισοτιμίες αγαθών.

Αναμφίβολα πολλοί προύχοντες του παλιού καιρού, τουτέστιν πρώην αξιωματούχοι και ανώτερα στελέχη του Κόμματος, που καταχράστηκαν και εκμεταλλεύτηκαν απελθόντα  καθεστώτα αποτυχημένα από την ιστορία και ακραίες νοοτροπίες, θα έρθουν ξανά στο προσκήνιο, αν δεν έχουν ήδη έρθει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.  Η χρονική συγκυρία είναι κρίσιμη και χρήσιμη για ορισμένους. Οι περιστάσεις δείχνουν να ευνοούν πολλά!

Η Τσεχία βρίσκεται ξανά, όχι  σε σταυροδρόμι πλέον, αλλά σε ανοιχτή ευθεία που πρέπει να αποφασίζει πώς θα την διασχίσει. Το τελευταίο της σταυροδρόμι ήταν το μακρυνό έτος 1993, όταν αποφάσισε να διαχωρίσει την τύχη της από τη Σλοβακία, με το γνωστό βελούδινο διαζύγιο κατά τα πρότυπα της βελούδινης επανάστασης όταν διαλύθηκε το κομμουνιστικό κόμμα και προκηρύχτηκαν ελεύθερες εκλογές.

Και φυσικά τώρα κανένας δεν παλινδρομεί πίσω στα τέλη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου με τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας και τη δημιουργία της Τσεχοσλοβακίας. Ούτως ή άλλως, όμως, σκέφτονται πολλοί, η συνύπαρξη Τσέχων και Σλοβάκων, ιστορικά απέτυχε αφού σε τακτά χρονικά διαστήματα συνταρασσόταν από ολέθρια γεγονότα με δραματική κατάληξη για αμφότερους τους λαούς.

Τις τελευταίες δεκαετίες,  το διαχρονικό πρόβλημα των σχέσεων  μεταξύ Τσέχων και Σλοβάκων όπως ήταν διαμορφωμένο έχει αμβλυνθεί.  Η αλληλεγγύη, η συμπάθεια, η αλληλοκατανόηση, η αντιπαλότητα, η κοινή τους μοίρα,  η καχυποψία, οι ανταγωνισμοί, η υπεροψία και αλαζονεία, τα υπονοούμενα του ενός για τον άλλο, οι βαθύτερες υποψίες και σκέψεις τους, όλα βαίνουν μειούμενα.

Για να μεγαλώσει καλά ένα δέντρο, λέει ο   Κλάουντιο Μάγκρις στο ‘Ατέλειωτο Ταξίδι’ του, πρέπει να κλαδευτεί. Έτσι οι δύο λαοί αποφάσισαν ότι για να προχωρήσουν παραπέρα, έπρεπε να διαχωρίσουν τη μοίρα τους. Να νοιώσουν ελεύθεροι,  αποτινάσσοντας από πάνω τους τη σωρεία των πόνων, των δυσκολιών, καθώς και το σύνολο των μνησικακιών του  παρελθόντος.

Η αέναη τσέχικη αιχμαλωσία του βλέμματος
Δεν πρωτοτύπησαν βέβαια με την απόφαση και την κίνηση αυτή.  Η μοίρα, η κατάρα και η γοητεία της Κεντρικής Ευρώπης είναι  δεδομένη και διαχρονική, οι νίκες της, οι ήττες και οι εκδικητικές διαδικασίες  πλημμυρίζουν  σχεδόν ολόκληρο τον εικοστό αιώνα.

Με μια όμως μεγάλη και σημαδιακή διαφορά, εδώ! Ενώ οι δύο ολοκληρωτισμοί που συντάραξαν ποικιλοτρόπως την ευρύτερη περιοχή,  δηλαδή του ναζισμού και του κομμουνισμού, είχαν παγώσει και θέσει στο περιθώριο τις όποιες εθνικές διεκδικήσεις, τώρα οι ευρισκόμενοι εν υπνώσει εθνικισμοί, τα μακρόχρονα απωθημένα και όλες οι παλιές αντιπαλότητες έρχονται ξανά στο προσκήνιο των εξελίξεων, όσο και όπως είναι αυτό εφικτό στα πλαίσια και τους όποιους περιορισμούς θέτουν οι ισχύοντες κανονισμοί  και διατάξεις της ενωμένης Ευρώπης.

Συνεπώς, έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, για την ώρα, να δούμε τον τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνία θα  πλεύσει παράλληλα με όλα αυτά, ή θα συγκρουστεί κατά μέτωπο.