ΜΕΣΟΚΑΛΟΚΑΙΡΟ -MIDSOMMAR

Από τους τρεις σπουδαίους σκηνοθέτες αυτής της εβδομάδας, ο γηραιότερος μοιάζει προ πολλού εξαντλημένος, ο μεσήλικας πλησιάζει στο δημιουργικό του τέλος, ενώ ο νεότερος συνεχίζει το εξαιρετικά υποσχόμενο ξεκίνημά του.

ΜΕΣΟΚΑΛΟΚΑΙΡΟ

MIDSOMMAR

Σκην.: Άρι Άστερ

Πρωτ.: Φλόρενς Πιού, Τζακ Ρέινορ, Βίλχελμ Μπλόμγκρεν, Γουίλ Πούλτερ

Τέσσερις συμφοιτητές και η κοπέλα του ενός απ’ αυτούς ταξιδεύουν στη Σουηδία για να συμμετάσχουν στον παραδοσιακό εορτασμό του μεσοκαλόκαιρου που διοργανώνει ένα κοινόβιο.

Ταινία τρόμου που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη Άστερ, μετά το εντυπωσιακό περυσινό του ντεμπούτο με τη «Διαδοχή» («Hereditary»).

Πρέπει να ειπωθεί εξαρχής, ότι όποιος περιμένει εύκολο, κονσερβοποιημένο τρόμο τύπου «Annabelle», ας το ξεχάσει. Καταρχάς, είτε υπονομεύοντας αλληγορικά τον κοινωνικό μύθο της απόλυτης και διαρκούς ευτυχίας, είτε εξωτερικεύοντας την οικογενειακή τραγωδία της Ντάνι ή απλώς ανατρέποντας με θαυμαστή τεχνική κι αισθητική συγκρότηση μία από τις πρωταρχικές συμβάσεις του είδους, ο σκηνοθέτης τοποθετεί την παράνοιά του στην εκτυφλωτική καλοκαιρινή λιακάδα και στην ολάνθιστη φύση.

Αφήνει υπομονετικά κι επιλεκτικά την φρίκη ν’ αναδυθεί σε σύντομες αλλά αποκρουστικές δόσεις όταν το επιτρέπει το μυστήριο της πλοκής, μεγεθύνοντας σταδιακά και διακριτικά την περιρρέουσα διαστροφή.

Μετά την εξαιρετική «Λαίδη Μακμπέθ» («Lady Macbeth», Γουίλιαμ Όλντροϊντ, 2016), η 23χρονη βρετανίδα Πιού αποδεικνύει ακόμη μια φορά ότι είναι από τα σπουδαιότερα ταλέντα της γενιάς της, αναμειγνύοντας με σπάνια ένταση την προσκόλληση, την ενοχικότητα, τον δυναμισμό, τον θρήνο, τον θυμό και την τελική ανημπόρια. Ο Ρέινορ στέκεται επάξια δίπλα της, όπως και το υπόλοιπο καστ, ενώ το πρόσκαιρο πλάτειασμα της πλοκής ευτυχώς δεν υπονομεύει τη γενικότερη εικόνα ενός φωτεινού εφιάλτη που ανανεώνει ευχάριστα το τόσο βαλτωμένο πια στις μέρες μας είδος του τρόμου.

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ… ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ

ONCE UPON A TIME IN… HOLLYWOOD

Σκην.: Κουέντιν Ταραντίνο

Πρωτ.: Λιονάρντο Ντι Κάπριο, Μπραντ Πιτ, Μάργκο Ρόμπι, Αλ Πατσίνο

Ο ξεπεσμένος τηλεοπτικός σταρ Ρικ Ντάλτον προσπαθεί να σώσει την καριέρα του προσπαθώντας να μεταπηδήσει στον κινηματογράφο. Η πορεία της δικής του καριέρας θα επηρεάσει κι εκείνη του κασκαντέρ του, Κλιφ Μπουθ, τον οποίο έχει στιγματίσει η φήμη ότι σκότωσε τη γυναίκα του. Μέσα σ’ όλη την απογοήτευση, το μόνο ευχάριστο είναι, ότι ακριβώς δίπλα απ’ το σπίτι του Ντάλτον εγκαθίσταται η ανερχόμενη ηθοποιός Σάρον Τέιτ με τον σύζυγό της, Ρομάν Πολάνσκι.

Κομεντί εποχής που αποτελεί την ένατη μεγάλου μήκους ταινία του 56χρονου αμερικανού σκηνοθέτη (ο οποίος θεωρεί τα «Kill Bill» μία ταινία χωρισμένη σε δύο μέρη). Φιλοδοξία, όνειρα, παρακμή, νοσταλγία, παρασκήνια της βιομηχανίας του θεάματος, οι τεχνικές δημιουργίας μιας ερμηνείας, (η πρόβα του Ρικ με το μαγνητόφωνο, οι αποφάσεις του σκηνοθέτη για το ντύσιμο του χαρακτήρα του κ.α.), γράμμα αγάπης στην αδικοχαμένη Σάρον Τέιτ, αλλά και για δεύτερη φορά μετά το «Death Proof» (2007) ένας φόρος τιμής του Ταραντίνο στους κασκαντέρ, ίσως την πιο παραγνωρισμένη ειδικότητα του Χόλιγουντ.

Καλά κι όμορφα ολ’ αυτά, αλλά από την προηγούμενη ταινία του, τους «Μισητούς οχτώ» («The Hateful Eight», 2015), αν όχι ήδη από το «Django, ο τιμωρός» («Django Unchained», 2012), ο Ταραντίνο έχει αρχίσει να χάνει τη ρητορική αιχμηρότητα και τη δομική ακρίβεια, για τις οποίες φημίζονται και βραβεύονται τα σενάριά του. Εδώ για παράδειγμα, ο ρόλος της Τέιτ παραμένει αποκλειστικά διακοσμητικός, χωρίς επίδραση στην κύρια πλοκή, ενώ όσο απολαυστικοί είναι ο Ντι Κάπριο κι ο Πιτ, άλλο τόσο νιώθει κανείς ότι ο Πατσίνο κι ο Ντερν αφήνονται απογοητευτικά αναξιοποίητοι για τα μέτρα του υποκριτικού τους ταλέντου και των ιδιόμορφων χαρακτήρων που ξέρει τόσο δεξιοτεχνικά να πλάθει ο σκηνοθέτης.

ΜΙΑ ΒΡΟΧΕΡΗ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

A RAINY DAY IN NEW YORK

Σκην.: Γούντι Άλεν

Πρωτ.: Τίμοθι Σαλαμέ, Ελ Φάνινγκ, Σελένα Γκόμεζ, Τζουντ Λο

Η Άσλι κι ο Γκάτσμπι έρχονται στη Νέα Υόρκη, ώστε η πρώτη να πάρει συνέντευξη από έναν διάσημο σκηνοθέτη για τη φοιτητική της εφημερίδα. Στην πορεία θα γνωρίσει από κοντά έναν σέξι νεαρό κινηματογραφικό σταρ, ενώ το αγόρι της θα συναντήσει μετά από χρόνια τη μικρή αδερφή μιας πρώην κοπέλας του.  Ρομαντική κομεντί που κινείται στο γνώριμο ύφος και τη θεματολογία του 84χρονου αμερικανού σκηνοθέτη, ο οποίος έπειτα από 50 χρόνια σκηνοθετικής καριέρας κι ισάριθμες ταινίες στο ενεργητικό του, έχει ελάχιστα να προσθέσει σε όσα έχει ήδη πει τόσο διασκεδαστικά στην σημαντικότερη περίοδο της φιλμογραφίας του, την τριακονταετία 1969- 1999.   Εδώ φτιάχνει για πολλοστή φορά μια χαριτωμένη κι αισιόδοξη ιστορία ερωτικών μπερδεμάτων, όπου τα ευγενέστερα αισθήματα υπονομεύονται από τα βασικότερα ένστικτα, μεταξύ των οποίων βρίσκει αφορμές για να εκφράσει ξανά την αγάπη του για τη Νέα Υόρκη και τον κινηματογράφο. Εκτός από τη χιλιοϊδωμένη συνταγή, οι χαρακτήρες του δε διαθέτουν τη σπιρτάδα των παλιότερων ταινιών του, ενώ το σενάριο χειρίζεται μάλλον αδέξια κάποιους απ’ αυτούς, όπως τον Πόλαρντ, τον Ντάβιντοφ και την Κόνι, μοιάζοντας να μην ξέρει ακριβώς τι τους χρειάζεται.