Συναντηθήκαμε άθελά μας κι οι δύο, ένα πυρωμένο καταμεσήμερο του Ιουνίου, σε μια από τις απαράλλαχτες ομηρικές ξέρες της κρητικής θάλασσας. Σε εκείνες που έχουν γλιτώσει (ακόμη) από «επενδυτικά σχέδια». Με τα ίδια προαιώνια τεφρόμαυρα ηφαιστειακά βράχια. Σμιλεμένα από τους αιώνες, τους αέρηδες και τα κύματα. Κάτω από ένα φρεσκοπλυμένο ουρανό, ξεχειλισμένο από το μοναδικό ελληνικό φως που έρχεται ολόιδιο από τα καλοκαίρια ενός, λες προπατορικού κόσμου.

Στα ίδια ανέγγιχτα σκουρόχρωμα χαράκια που κάποτε θα ξεμπάρκαραν Μινωίτες. Δίπλα σε μια δεσποτική θάλασσα με απεσταγμένα νερά. Στην Ελλάδα, δεν ξέρεις αν θα πρωτοκολυμπήσεις στους διάφανους αιθέρες ή στην καταγάλανη θάλασσα, είχε γράψει ο Χένρυ Μίλλερ.

Με κοίταζε ικετευτικά και με επιμονή, κουτσογέρνοντας το κεφάλι του στα πλάγια. Η μισή δεξιά του φτερούγα, τσακισμένη. Να προεξέχει παράφωνα και να κρέμεται ασύμμετρα σαν μια πελώρια πλαγιαστή αντιαισθητική ουρά. Με το βλέμμα του που εκλιπαρούσε, λες και ηχούσαν στα αυτιά μου κραυγές βοήθειας. Θυμήθηκα τότε τα στιχάκια του ποιητή «στο κύμα πάει να κοιμηθεί/ δεν έχει τι να φοβηθεί» και συνέχιζα να τον κοιτάζω καλοσυνάτα κι εγώ. Μα τι έχει άραγε να φοβηθεί, σκέφτηκα, εκείνος που είναι μια ζωή υψιπετής; Μάταιες οι σκέψεις μου. Όσο και να προσπαθούσε να πετάξει, του ήταν αδύνατο.

Προσπάθησα να τον πλησιάσω περισσότερο. Μα η άκακη φύση των πουλιών, ποτέ δεν ξεφοβήθηκε τους ανθρώπους. Ποτέ δεν συνθηκολόγησε με πονηρές φύσεις. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν ακόμη και μια συμπονετική ανθρώπινη ματιά. Κι έτσι, καθώς τον πλησίαζα εκείνος απομακρυνόταν προς το κύμα. Είχε μάθει να βάζει σ’ ένα τσουβάλι όλους τους επίγειους, έτσι όπως τους έκρινε εκείνος αυστηρά από τα δικά του ύψη.

Κι όσο τον προσέγγιζα, για να γλιτώσει διέφευγε προς στο στοιχείο του. Βούτηξε στο νερό. Ο Θεός «του ‘δωσε φύκια και χρωματιστά χαλίκια», μα του ‘δωσε και το πιο σημαντικό: Τα φτερά που τώρα τον πρόδωσαν, του στέρησαν τη γαλανή ελευθερία των υψών.

θαλασσοπουλι γλάρος
Και μόνο όταν απομακρύνθηκα βγήκε ξανά στη στεριά, για να κλάψει ίσως, διαισθανόμενος το βέβαιο τέλος που τον περίμενε. Οι γλάροι, μου είπε κάποιος φίλος ειδικός που τηλεφώνησα αυτοστιγμής μπας και μπορέσει κάποια οργάνωση να τον περιμαζέψει και να τον περιθάλψει, δεν θεωρούνται είδος υπό εξαφάνιση, και κατά συνέπεια αν προκύψει κάτι, γίνονται «στραβά μάτια». Ας είναι…

Έτσι συμβιβάστηκα κι εγώ με τη διαίσθηση του πληγωμένου γλάρου και τα «στραβά» μάτια των ανθρώπων. Δεν είχε κι άδικο το πουλί γι’ αυτούς. Κι έτσι πήρε μπρος, σαν ύστατη λύση, η μεταφυσική: Σκέφτηκα μήπως κι ένα αεροβάπτισμα θα ήταν σωτήριο. Τον βάφτισα λοιπόν «Ιωνάθαν» ετούτο τον γλάρο. Ένα αεροβάπτισμα ευχής υπέρ σωτηρίας του, έτσι όπως κάνουν στα μικρά παιδάκια όταν κινδυνεύει η ζωή τους.

Το όνομα, μου ήρθε αυθόρμητα ενθυμούμενος το εξαίσιο διδακτικό μυθιστόρημα «ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον» του Ρίτσαρντ Μπαχ που πρωτοδιάβασα στα αξέχαστα παιδικά καλοκαίρια κάτω από τα ζουμερά σταφύλια και τους τζιτζικόφθογγους της κληματαριάς.

Πού ξέρεις, είπα; Και αυτός ο γλάρος μπορεί να υπερέβη το όνειρό του όπως ο Ιωνάθαν του Μπαχ και το πλήρωσε με το ατύχημα στα φτερά του. Μπορεί να μην περιορίστηκε στο πέταγμα μόνο και μόνο για να βρίσκει τροφή. Μπορεί και να υπερέβη την τετριμμένη λογική του σμήνους του, και να ήθελε να ανεβαίνει πολύ ψηλότερα. Πέρα και έξω από τα συμβατικά όρια. Ίσως κάποιοι ψηλότεροι στόχοι του, να έγιναν αφορμή για να χάσει το φτερό του.

Ουδόλως όμως θα τον ενδιέφερε που ξέφυγε από τους μίζερους κανόνες της ομάδας του. Τον ένοιαζε μόνο η επιμονή στην εσωτερική του πληρότητα, το κυνήγι στο όνειρό του, που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους γλάρους.

Ο πληγωμένος Ιωνάθαν σίγουρα θα ‘χε πετάξει παλαιότερα, πολλές φορές μόνος του κάνοντας απρόσμενες βουτιές στα μικρά ψαράκια και στα περισσεύματα των δολωμάτων που του πετούσα γύρω από τη βάρκα, ψαρεύοντας εκεί στα μεσοπέλαγα του μεραμπελιώτικου κόλπου. Τον έβλεπα μοναχικό να περνά τη ζωή του πετώντας πολύ μακριά από τις ξέρες και τις μικρές γλώσσες της στεριάς που χάνονταν προς τη μεριά του πουνέντε στο τελευταίο νησί με του κέδρους και τους σκίνους που φτάνανε μέχρι τα κύματα.

Η μεγάλη στεναχώρια και θλίψη του, δεν οφειλόταν ίσως τόσο στη μοναξιά του, όσο στο ότι οι άλλοι γλάροι δεν ήθελαν να πιστέψουν στο μεγαλείο των πτήσεών του. Είχαν αρνηθεί να ανοίξουν τα μάτια τους για να τον κοιτάζουν. Εκείνος πάλι, κάθε μέρα μάθαινε όλο και περισσότερα. Μάθαινε ότι μια αεροδυναμική βουτιά με ταχύτητα από τα μεγάλα ύψη, μπορούσε να τον φέρει στα  κοπάδια της μαρίδας και του γαύρου που συνωστίζονταν λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του νερού.

Έμαθε πως δεν χρειαζόταν πια ελεημοσύνη από τις ψαρόβαρκες και περισσεύματα από δολώματα για να επιβιώσει. Είχε μάθει ακόμη να κοιμάται στον αέρα και χαράζοντας νυχτερινή πορεία μέσα από τους διάφανους θαλασσινούς αέρηδες του μεραμπελιώτικου κόλπου, να πετά από το ηλιοβασίλεμα μέχρι το χάραμα ίσαμε την κοντινή Κάσο.

Με την ίδια εσωτερική πειθαρχία και τον ίδιο εσωτερικό έλεγχο, ο Ιωνάθαν διέσχιζε πυκνά θαλασσινά πούσια κι ανέβαινε από πάνω τους, στον κρητικό ουρανό, την ίδια ακριβώς στιγμή που όλοι οι άλλοι γλάροι ξοδεύονταν στη στεριά αναζητώντας τροφή στις χωματερές. Εκείνος είχε μάθει ακόμα να ιππεύει στους ανέμους και σε κάθε δυνατό καιρό. Πετούσε με τις τραμουντάνες, την όστρια, και το γαρμπή. Το γραίγο και το μαΐστρο.

Όλα εκείνα που κάποτε οραματιζόταν για το σμήνος, τα είχε κερδίσει με το σπαθί του για τον εαυτό του. Δεν ήταν και λίγο. Είχε μάθει να πετάει και δε μετάνιωσε για το τίμημα που θα πλήρωνε. Ο Ιωνάθαν ανακάλυψε ότι είχε ζήσει τη ζωή του έτσι όπως εκείνος την ήθελε. Μια ζωή που του είχε δώσει ένα ωραίο ταξίδι σε μια Ιθάκη που μπορεί και να μην έφτασε ποτέ. Ένα ταξίδι πέρα από την ανία και την πλήξη των άλλων πουλιών που είχαν συνθηκολογήσει με το κατεστημένο και τη μοίρα τους.

Ο Ιωνάθαν μπορεί να μην έφυγε πλήρης ημερών. Έφυγε όμως πλήρης ιδεών στην υποψιασμένη ζωή του. Ας είναι τούτες οι φτωχές λέξεις ένας λιτός επικήδειος δίπλα στο θαλασσινό του κοιμητήριο. Την επόμενη μέρα τον ξανασυνάντησα να αναπαύεται εν ειρήνη, μέσα σε μια γούσπα των βράχων με θαλασσινό αλάτι και να τον ραντίζουν ψεκάδες από την αφρόσκονη των κυμάτων.