Κάθε χρόνο με την επέτειο της Μάχης της Κρήτης έρχονται στο νου μας γεγονότα μοναδικά, που όσα χρόνια και να περάσουν θα προκαλούν δέος και θαυμασμό για τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση. Οι επιζώντες των γεγονότων είναι πλέον ελάχιστοι, όμως οι αφηγήσεις και τα βιώματά τους έχουν καταγραφεί και θα παραμένουν πάντα ζωντανά στη μνήμη μας και στην ιστορική μας συνείδηση.

Με τη μελέτη και την καταγραφή γεγονότων και συμβάντων από ειδικούς και μη έχουν φωτιστεί πολλές πτυχές του ιστορικού αυτού γεγονότος ώστε να μπορεί κάποιος να αξιολογήσει τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις μιας μοναδικής μάχης στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς με τη συνθηματική ονομασία «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) ξεκίνησε το πρωί της 20ης Μαΐου 1941, με την απόβαση από αέρος άρτια εξοπλισμένων αλεξιπτωτιστών και διήρκεσε έως την 1η Ιουνίου.

Ένα πράγμα όμως που υποτίμησαν οι Γερμανοί ήταν ο πατριωτισμός των Κρητών. Οι Κρήτες προέβαλαν σθεναρή αντίσταση εναντίον των αριθμητικά ανώτερων και βαριά εξοπλισμένων Γερμανών με όπλα της τότε πλέον σύγχρονης τεχνολογίας. Η σθεναρή αντίσταση στην επίθεση είχε ως αποτέλεσμα να ακολουθήσουν εγκληματικά αντίποινα εκ μέρους του κατακτητή στον πληθυσμό του νησιού καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής που ακολούθησε.

Ακόμη και η γερμανική Άμπβερ (υπηρεσία πληροφοριών), της οποίας επικεφαλής ήταν ο ναύαρχος Βίλχελμ Κανάρις, δεν είχε προβλέψει τί αντίσταση θα συναντούσαν οι Γερμανοί στην Κρήτη, νομίζοντας ότι δεν υπήρχαν καθόλου ελληνικές δυνάμεις στο νησί παρά μόνο αυτές της Κοινοπολιτείας. Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελείτο από περίπου 11.551 Έλληνες συγκεκριμένα: Τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, την Κρητική Χωροφυλακή με 2.500 άνδρες, τη Φρουρά Ηρακλείου.

Επίσης υπήρχαν υπολείμματα της 12ης και 20ης μεραρχιών ελληνικού στρατού. Υπήρχαν, ακόμη, μαθητές της Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής, οι μαθητές των πρωτοετών της Σχολής Ευελπίδων, τμήμα Οπλιτών της Αεροπορίας και οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων που είχαν καταφύγει στο νησί, μέσω Πελοποννήσου. Οι αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα έχουν καταγραφεί σε πολλές περιπτώσεις και αναπαράγονται συνοδευόμενες από οπτικοακουστικό υλικό σε εκδηλώσεις και μουσειακές εκθέσεις.

Διαπιστώνουμε ότι οι άνθρωποι που έλαβαν μέρος στην αντίσταση ήταν άνθρωποι κάθε ηλικίας, γυναίκες, άνδρες, παιδιά ο κάθε ένας με τον δικό του τρόπο. Οι κατακτητές στα αντίποινα δεν σεβάστηκαν ούτε ηλικίες ούτε φύλο. Οι αγωνιστές ήταν αδιακρίτως μορφωτικού επιπέδου. Απέναντι στα εκτελεστικά αποσπάσματα, όπως στην περίπτωση των 62 Μαρτύρων, στάθηκαν πλάι πλάι αστοί και άνθρωποι του πνεύματος με χωρικούς και ανθρώπους του μόχθου, με ηλικιωμένους και νεαρά παιδιά.

Στάθηκαν μπροστά από τους τάφους τους, όλοι μαζί ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο και αναφωνώντας «Ζήτω η Ελλάδα», όπως διηγήθηκαν αργότερα αυτόπτες μάρτυρες. Παραθέτω μερικά αποσπάσματα από το ημερολόγιο της μητέρας μου Τιτίκας Καρίπη- Μαλαγαρδή, όπου περιγράφονται τα γεγονότα των ημερών μέσα από τα μάτια μιας δεκαεννιάχρονης και που περιλαμβάνονται σε υπό έκδοση βιβλίο μου.

Τετάρτη, 14 Μαΐου 1941

Στο αεροδρόμιο γίνεται μεγάλη φασαρία. Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα έπαψαν οι πυροβολισμοί και στις 4 ακούμε ομοβροντία. Τα τζάμια κοντεύουν να ξεκολλήσουν από τα παράθυρα. Δεν προφτάσαμε να πάμε στο καταφύγιο. Έξω ήταν μια κόλαση. Μετά από λίγο έφυγαν τα αεροπλάνα.

Πέμπτη, 15 Μαΐου 1941

Σήμερα δεν μας βομβάρδισαν. Από το ραδιόφωνο ακούμε τις αναγγελίες του Ερυθρού Σταυρού. Μεταδίδει μηνύματα στρατιωτών για τις οικογένειές τους.

Κυριακή, 18 Μαΐου 1941

Από τις 4 έως τις 9 είχαμε 21 συναγερμούς. Την τελευταία φορά τα αεροπλάνα κατέβηκαν τόσο χαμηλά, ώστε είδαμε τους σταυρούς.

Τρίτη, 20 Μαΐου 1941

Στις 8 άρχισε ο βομβαρδισμός και πήγαμε πάλι στο καταφύγιο. Οι βόμβες έπεφταν γύρω μας. Ένα σπίτι δίπλα μας γκρέμισε. Οι ιδιοκτήτες προσπαθούν να περισώσουν ό,τι απέμεινε. Στις 4.15 πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές. Ακούμε παντού πυροβολισμούς. Το βράδυ πήγα στη θεία μου να δω τί κάνουν. Είχαν φέρει δύο πληγωμένους στρατιώτες. Ο ένας επιλοχίας είχε δύο πληγές, στο χέρι και στη μασχάλη.

Ο άλλος, που ήταν Κρητικός, είχε στην πλάτη του μια σφαίρα. Τους δώσαμε τις πρώτες βοήθειες. Αργότερα θα τους πήγαιναν στο νοσοκομείο. Η μάχη έχει αρχίσει. Οι στρατιώτες παρ’ όλα τους τα χάλια μιλούν με ενθουσιασμό για τα κατορθώματά τους. Μας δείχνουν όπλα και σφαίρες γερμανικές. Οι πολίτες είναι οπλισμένοι και τρέχουν να πολεμήσουν.

Τετάρτη, 21 Μαΐου 1941

Στις 4 άρχισε ο βομβαρδισμός. Οι βόμβες πέφτουν μακριά μας. Τώρα τα αεροπλάνα πλησιάζουν ανενόχλητα το αεροδρόμιο. Αντιαεροπορικά δεν υπάρχουν. Ακούμε μια κίνηση έξω στον δρόμο. Τρέχουμε και βλέπουμε μια παρέα από οπλισμένους χωροφύλακες και πολίτες. Τα όπλα τους ακόμη καπνίζουν.

Ένας μου λέει: «Μα δεν τον βλέπεις τον κουμπάρο;». Γύρισα νομίζοντας ότι θα δω κάποιον αντάρτη. Τι βλέπω όμως! Έναν Γερμανό σκοτωμένο με μια σφαίρα στην καρδιά. Αίμα δεν τρέχει, είναι ξανθός και φοράει πράσινη στολή. Το θέαμα με συγκλόνισε. Σκέφτηκα τη μητέρα του. Πάγωσα με το θέαμα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Πέμπτη, 22 Μαΐου 1941

Οι βόμβες πέφτουν μακριά. Ο πατέρας μάς έφερε κάτι να φάμε. Τα αεροπλάνα ανενόχλητα πλησιάζουν το αεροδρόμιο, ίσως και να προσγειώνονται. Αρχίζουμε να δυσανασχετούμε με την κατάσταση. Έρχονται στρατιώτες και μας λένε με ενθουσιασμό πόσους σκότωσαν. Αλλά σκοτώθηκαν και πολλοί δικοί μας. Οι Γερμανοί έφθασαν στην αγορά και άνοιξαν καταστήματα. Φοβόμουν πολύ την ημέρα αυτήν.

Ήλθε μια γειτόνισσα και μας είπε ότι οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν τον αδελφό μας. Η μητέρα κλαίει και φωνάζει. Τους πέταξαν τα σήματα και τα σακάκια. Άλλοι που ήλθαν από εκεί μας λένε ότι τους άφησαν. Θέλουμε να φύγουμε, αλλά πού να πάμε; Παντού φωτιά. Ο κόσμος φεύγει με μπόγους στα χέρια για την εξοχή. Τα αεροπλάνα περιπολούν χαμηλά.

Παρασκευή, 23 Μαΐου 1941

Το πρωί ξυπνήσαμε με βομβαρδισμούς. Η μητέρα με άλλους μαζί φεύγουν να βρουν καταφύγιο σε μια σπηλιά στα Σούνια. Εγώ μένω με τον πατέρα και τη θεία. Κατά τις τρεις περίπου άρχισαν να βομβαρδίζουν την πόλη. Τα στούκας ουρλιάζουν στην κυριολεξία και γύρω μας πέφτουν οι βόμβες. Τα παράθυρα των σπιτιών ανοίγουν από την πίεση και οι τοίχοι σείονται σαν να γίνεται σεισμός.

Κάθε φορά που σκάζει μια βόμβα ευχαριστούμε τον Θεό που ζούμε. Προσευχόμαστε κρατώντας εικόνες Αγίων. Σε μια διακοπή βγαίνω από το καταφύγιο και βλέπω δύο γνωστά μου κορίτσια να τρέχουν. Τις συνοδεύουν δύο άνδρες με τουφέκια και με σφαίρες στο στήθος. Ακολουθεί πολύς κόσμος. Το Ηράκλειο καίγεται. Φλόγες και καπνοί σκεπάζουν τον ουρανό. Τα σπίτια γύρω γκρεμίζονται.

Πρέπει να φύγουμε. Πηγαίνω στο σπίτι, παίρνω κάτι απαραίτητο, μια κουβέρτα. Βγαίνοντας ακούω πάλι αεροπλάνα. Αρχίζουν τα αντιαεροπορικά. Κουρνιάζω στην αυλή. Τρέχουμε κάτω από μια ταράτσα και περιμένουμε να λήξει το κακό. Ο σκύλος μου τρέχει στα πόδια μου. Κι αυτός φοβάται.

Γυρίζω στο καταφύγιο, αποχαιρετώ τους άλλους, και με μια συντροφιά από εκεί ξεκινάμε. Ο δρόμος είναι γεμάτος κόσμο. Τα έχουμε χαμένα. Ένας υπάλληλος Τράπεζας μού διηγείται πώς έφυγαν από το καταφύγιο πατώντας σε πτώματα. Περπατούμε στο άγνωστο κάπου μια ώρα. Βρεθήκαμε σε ένα έρημο μετόχι. Εκεί σταματήσαμε και φάγαμε. Μαζί μας είναι και ένας στρατιώτης…» Τιμή στους Ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για τα ιερά χώματα της Κρήτης!

Η Ιωάννα Δ. Μαλαγαρδή είναι δρ. Υπολογιστικής Γλωσσολογίας – ιστορικός