Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον μεγάλων κρίσεων, οι οποίες επηρεάζουν την γενικότερη πολιτική της εντός των κρατών-μελών της Ε.Ε. και φυσικά την καθημερινότητα των πολιτών της. Και ενώ όλα αυτά είναι διαπιστωμένα απ’ όλους και υπαρκτά, με την πάροδο του χρόνου, δυστυχώς, αναφύονται ακόμα περισσότερα, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στις παρυφές της.

Υπήρχε διαχρονικά το μεταναστευτικό πρόβλημα που θα συνεχίσει ακάθεκτο, χωρίς να δούμε κάποια συνεννόηση μεταξύ όλων των μερών, είδαμε στη συνέχεια την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία για να είμαστε ειλικρινείς έμεινε λίγο στο περιθώριο των ενδιαφερόντων μας, και από τον περασμένο Οκτώβριο παρατηρούμε τηλεοπτικά και διαβάζουμε για τις δραματικές εξελίξεις στο μέτωπο της Γάζας, όπου στην πραγματικότητα ο άμαχος πληθυσμός είναι εκείνος που υποφέρει περισσότερο από τους βομβαρδισμούς και τις σφοδρές συγκρούσεις στο έδαφος.

Όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι τώρα η κατάσταση και μετά τις πολλαπλές διαδηλώσεις των φοιτητών σε Αμερική και Ευρώπη, φαίνεται να ενεργοποιείται κάποια απόφαση, πιθανόν ειλημμένη από καιρό, πολλών κρατών τα οποία απαιτούν την αναγκαιότητα για δημιουργία ενός ξεχωριστού παλαιστινιακού κράτους, χωρίς τις γνωστές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Από την άλλη μεριά, το Ισραήλ απορρίπτει αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων και τις γνώμες άλλων κρατών που το αφορούν και συνεχίζει το δρομολογημένο σχέδιό του αδιαφορώντας για το πολυποίκιλο κόστος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και των διεθνών αντιδράσεων για όλα αυτά που διαδραματίζονται.

Όμως η πρόταση κάποιων ευρωπαϊκών κρατών, εντός της Ε.Ε., όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία και έξω από αυτήν, όπως η Νορβηγία, για ξεχωριστό παλαιστινιακό κράτος ίσως καταφέρει να μειώσει τώρα τις ισραηλινές επιθέσεις στο νότο της πολύπαθης Γάζας. Φυσικά όλα αυτά απασχολούν το εσωτερικό της Ε.Ε. με δεδομένο ότι το Ισραήλ ανακάλεσε τους πρεσβευτές του από τις προαναφερόμενες χώρες.

Παράλληλα δεν λησμονούν στη γηραιά ήπειρο, ούτε βεβαίως και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, την σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας, αφού φάνηκε ξεκάθαρα και ξεδιπλώθηκε αρκετά ο ρωσικός αναθεωρητισμός, ο οποίος στοχεύει μακροχρόνια σε κράτη που βρίσκονται δίπλα του και στο υπογάστριό του, αυξάνοντας τον βαθμό ανησυχίας για κάποια μελλοντική εμπλοκή τους σε παρεμφερή σύρραξη.

Κι’ όλα αυτά με δεδομένη την παρατήρηση ότι η Ρωσία με την εμπλοκή της στο ουκρανικό ζήτημα, μάλλον δεν βγήκε ζημιωμένη οικονομικά, αλλά κερδισμένη, παρά τις απώλειες σε έμψυχο υλικό. Η Πολωνία και η Μολδαβία είναι δύο χώρες που ζουν σε διαρκή αβεβαιότητα, ενώ πρόσφατα αναφέρθηκε το ενδιαφέρον της Ρωσίας και για το περίφημο ζήτημα των συνόρων στη Βαλτική Θάλασσα, ερχόμενη έτσι σε παραλληλισμό με τις παράλογες αξιώσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο Πέλαγος, αμφισβητώντας ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Είναι προφανές ότι ακόμα και να κλείσει η υπόθεση του ουκρανικού ζητήματος, με όποιο τρόπο επιτευχθεί, που αναμφίβολα θα είναι υπέρ των ρωσικών συμφερόντων, υπάρχει ήδη έτοιμο σχέδιο για κάτι άλλο στον ορίζοντα. Εκείνο της επέκτασης της Ρωσίας προς τα δυτικά. Το σίγουρο είναι ότι οι ρωσικές πιέσεις και απαιτήσεις θα ενταθούν σε όλες τις χώρες της Βαλτικής και τη Φινλανδία, αλλά έως πού ακριβώς είναι ριψοκινδυνευμένο να προβλέψει κανείς.

Μέσα σε όλο αυτό το ζοφερό κλίμα, η Ευρώπη ενδέχεται να κληθεί να αντιμετωπίσει δύσκολες αναταράξεις που θα απειλήσουν την σταθερότητά της. Σε λίγους μήνες αναμένονται οι εκλογές στις ΗΠΑ και τότε μπορεί να ανατραπούν πολλές από τις σημερινές ισορροπίες με την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ. Έτσι για ακόμα μια φορά επανέρχεται στο προσκήνιο το θέμα της αυτόνομης άμυνας και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι πρόσφατες δηλώσεις και η κοινή επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού και του Πολωνού ομολόγου του, προς το ιερατείο των Βρυξελλών, για δημιουργία κοινής ασπίδας για την αεράμυνα της Ευρώπης, ακούγεται ρεαλιστικό. Αρκεί βεβαίως να προγραμματισθεί και να υλοποιηθεί, γιατί οι καθυστερήσεις της Ε.Ε. σε πολλά καίρια ζητήματα είναι ομολογουμένως μυθικές.