Η αναβάθμιση της τουριστικής εκπαίδευσης με εξειδικευμένα στελέχη είναι ίσως το πιο σημαντικό μέσο, για την ενίσχυση του τουρισμού.
Οι ξενοδόχοι ψάχνουν μέχρι την Ασία προσωπικό, αλλά η Κυβέρνηση όχι μόνο δεν ανοίγει νέες υψηλού κύρους τουριστικές σχολές, δημιουργώντας κίνητρα στους νέους για να επιστρέψουν στον κλάδο, αλλά υποβαθμίζει ακόμη περισσότερο αυτές που λειτουργούν.
Η υποβάθμιση της ΑΣΤΕΚ
Όλοι οι τουριστικοί φορείς έχουν συμφωνήσει και ζητήσει την αναβάθμιση της ΑΣΤΕΚ στην Κρήτη (Ανώτερες Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης, που λειτουργούν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Τουρισμού στη Ρόδο και στην Κρήτη-Άγιο Νικόλαο), καθώς και την επίλυση πολλών προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν η σχολή και οι σπουδαστές.
Σοβαρά κενά σε διδακτικό προσωπικό, ανεπαρκείς υποδομές, έλλειψη μέριμνας για σίτιση και στέγαση των φοιτητών.
Όπως, όμως, υπογραμμίζει ο Γιώργος Σφακιανάκης, πρόεδρος του Παγκρήτιου Συλλόγου Διευθυντών Ξενοδοχείων, παρά τις διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Τουρισμού για την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων, ανακοινώθηκε -μέσω ΦΕΚ- η μείωση των σπουδών κατά ένα έτος, συρρικνώνοντας το εκπαιδευτικό πρόγραμμα από 4 έτη σε 3.
Η εξέλιξη αυτή καταργεί οποιαδήποτε προσπάθεια για ξενοδοχειακές ανώτατες σπουδές και οδηγεί σε ουσιαστική υποβάθμιση του πτυχίου.
«Η απόφαση αυτή είναι απαράδεκτη», υποστηρίζει ο κ. Σφακιανάκης, υπενθυμίζοντας τα εξής:
Με κενές θέσεις 6 στις 10 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις
«Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος και του ΙΤΕΠ, περισσότερες από 6 στις 10 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στην Κρήτη δηλώνουν αδυναμία να καλύψουν θέσεις εργασίας, σε τομείς ιδιαίτερα σημαντικούς, όπως η κουζίνα, η υποδοχή και το service.
Το πρόβλημα εντείνεται από την εποχικότητα, τις αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδότησης και την απουσία της νέας γενιάς επαγγελματιών, που επιλέγει να κάνει καριέρα στον τουρισμό.
Η αναγκαστική αύξηση της απασχόλησης μη εξειδικευμένου μετακλητού προσωπικού ενδέχεται να καλύψει προσωρινά τα κενά, αλλά μακροπρόθεσμα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ποιότητα των υπηρεσιών και την αυθεντικότητα της τοπικής φιλοξενίας -δύο στοιχεία που αποτελούν την ψυχή του κρητικού τουριστικού προϊόντος.
Παράλληλα, οι τουριστικές σχολές της χώρας αντιμετωπίζουν χρόνιες δυσλειτουργίες: περιορισμένους πόρους, προγράμματα σπουδών που χρειάζονται επικαιροποίηση, έλλειψη σύγχρονων εργαστηρίων και περιορισμένη σύνδεση, με την αγορά εργασίας.
Ο αριθμός αποφοίτων είναι εξαιρετικά μικρός σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες.
Είναι επομένως απαραίτητη η άμεση αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στον τουρισμό, τόσο σε επίπεδο υποδομών όσο και περιεχομένου».
Σχολές ασύμφορες και αποκρουστικές για τους νέους
«Τόσα χρόνια λέμε και ξαναλέμε όλοι οι τουριστικοί φορείς -σημειώνει ο Γ.Γ. της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Διευθυντών Ξενοδοχείων, Δημήτρης Κουμπαράκης– ότι χρειάζεται άμεσα να επαναλειτουργήσουν και να αναβαθμιστούν -σε σύγχρονη ύλη σπουδών- οι τουριστικές σχολές. Στερούμαστε καταρτισμένων και μορφωμένων στελεχών, για να προσφέρουμε υπηρεσίες επιπέδου και να μπορούμε να ικανοποιήσουμε επισκέπτες επιπέδου. Κι αντ’ αυτού, η Κυβέρνηση όχι μόνο δεν ανοίγει νέες σχολές, όχι μόνο δεν ανακαινίζει-αναβαθμίζει τις υπάρχουσες ή τις κλειστές (Κοκκίνη Χάνι), αλλά αντίθετα μειώνει τη διάρκεια φοίτησης στις υπάρχουσες και τις υποβαθμίζει». Και συνεχίζει:
«Τι απόφαση είναι αυτή και πού αποσκοπεί, ποιος θα μας πει; Αντί να δημιουργήσουν κίνητρα (ανέλιξη σπουδαστών, μεταπτυχιακά, καλές απολαβές, εξασφάλιση θέσης εργασίας, σίτιση-στέγαση στους σπουδαστές, φοροαπαλλαγή εξόδων για τους γονείς των σπουδαστών κ.ά.) φροντίζουν να κάνουν τις σχολές ασύμφορες και αποκρουστικές για τους νέους. Θέλουν να τους στρέψουν στις ιδιωτικές σχολές; Θέλουν να αφήσουν τον τουρισμό χωρίς στελέχη για να φέρουν αλλοδαπούς; Με τι όφελος; Και για ποιον; Γιατί εγώ λογική εξήγηση δεν βρίσκω, όσο κι αν το σκέφτομαι. Θα μας εξηγήσει κάποιος από το κυβερνών κόμμα; Απογοήτευση, προβληματισμός και θλίψη για το μέλλον του κλάδου που είναι η κορωνίδα εσόδων της χώρας», καταλήγει.
Εδώ και χρόνια παραμένει ζητούμενο
Η αναγκαιότητα της αναβάθμισης της τουριστικής εκπαίδευσης είναι το ζητούμενο εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα, με το δεδομένο ότι η Ελλάδα βρίσκεται μέσα στις δέκα μεγαλύτερες τουριστικές αγορές του κόσμου και με τον κλάδο να αποτελεί το 13% του ΑΕΠ.
Με άμεση συνεισφορά ύψους 30,2 δισ. ευρώ το 2024 -ποσό που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ- ο τουριστικός τομέας καταδεικνύει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο ως στρατηγικού πυλώνα ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας, ανθεκτικότητας και προοπτικής της ελληνικής οικονομίας μέσα σε ένα ασταθές και διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, σημειώνει το ΙΝΣΕΤΕ.
Αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του τομέα, το αντίστοιχο ποσοστό υπερβαίνει το 30% του ΑΕΠ.
Λόγια χωρίς αντίκρισμα
«Κεντρικός άξονας της στρατηγικής του Υπουργείου είναι η ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού του ελληνικού τουρισμού.
Επιδιώκουμε να δοθούν κίνητρα και προοπτική ειδικά στους νέους ανθρώπους, να ακολουθήσουν μια καριέρα στον τουρισμό και ταυτόχρονα να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των υπηρεσιών μας», έχουν δηλώσει κυβερνητικά στελέχη του τουρισμού. Τι κάνει, όμως, στην πράξη η Κυβέρνηση προς αυτή την κατεύθυνση;
Τρία Υπουργεία και 7 σχολές στον εκπαιδευτικό «λαβύρινθο»
Όπως έχει γράψει η εφημερίδα «Πατρίς», οι σχολές που έχουν τουριστικές ειδικότητες στο Ηράκλειο είναι ένα μπερδεμένο «κουβάρι» και η κάθε μια ανήκει σε άλλο Υπουργείο.
Στον εκπαιδευτικό «λαβύρινθο» εμπλέκονται τα 3 Υπουργεία Τουρισμού, Παιδείας και Εργασίας και είναι αληθινά δύσκολο να ενημερωθούν σωστά οι σπουδαστές πού θα ήθελαν να φοιτήσουν, προσπαθώντας να βγάλουν άκρη με τις ειδικότητες που προσφέρουν.
Χωρίς Έλληνες εργαζόμενους ο ελληνικός τουρισμός
«Τα επόμενα χρόνια θα έχουμε ακόμη περισσότερες ξενοδοχειακές κλίνες και ακόμη περισσότερους τουρίστες, αλλά δεν θα έχουμε Έλληνες εργαζόμενους στον τουρισμό. Αυτή είναι η πραγματικότητα του αύριο και δεν κάνουμε τίποτα να την αλλάξουμε», κατέληξε, μιλώντας στην εφημερίδα «Πατρίς», ο πρόεδρος των διευθυντών ξενοδοχείων.