Ζούμε σε ένα από τα κέντρα της τουριστικής ανάπτυξης στη χώρα και ενώ αυτό είναι από πολλές απόψεις ευτλοογία από την άλλη μπορεί να έχει και αρνητικές συνέπειες. Τα τελευταία χρόνια, μετά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, φουντώνει και στην Ελλάδα η συζήτηση για το φαινόμενο του υπερτουρισμού μια συζήτηση που διχάζει. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο, απευθυνθήκαμε στον Γιώργο Ρακκά, πολιτικό επιστήμονα, Δρα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέα του βιβλίου «Υπερτουρισμός. Ανέμελος καπιταλισμός και κοινωνική κρίση της πόλης».
- Πώς ορίζεται ως φαινόμενο ο υπερτουρισμός; Είναι κάποια απόλυτα μεγέθη ή αναλογίες που τον καθορίζουν ή πρόκειται για μια πιο διαισθητική συνθήκη;
Ο υπερτουρισμός συνδέεται με την φέρουσα ικανότητα της εκάστοτε περιοχής, κάτι που μπορεί να μετρηθεί. Δεν είναι μόνον ζήτημα απόλυτων μεγεθών, αλλά συνάρτηση πολλών παραγόντων όπως η κατάσταση των υποδομών, η αποτελεσματικότητα του ρυθμιστικού πλαισίου κ.ο.κ. Όταν υπάρχει υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας, το αντιλαμβάνονται τόσο οι κάτοικοι στην καθημερινότητά τους, όσο και οι επισκέπτες γιατί υπάρχει και κάμψη της ποιότητας των τουριστικών υπηρεσιών. Διαισθητική είναι η συνθήκη όταν δεν έχουν ενσωματώσει οι αρμόδιοι την λογική ότι μπορεί να υπάρξει υπερβάλλουσα τουριστική ζήτηση, και αφήνουν την κατάσταση να υπερβεί ένα όριο, οπότε εκεί έχουμε αντιδράσεις από την τοπική κοινωνία ή αρνητική δημοσιότητα από δυσαρεστημένους επισκέπτες.
- Στην Ελλάδα οι φορείς της τουριστικής βιομηχανίας συχνά αντιμετωπίζουν αφοριστικά κάθε συζήτηση περί υπερτουρισμού. Από την άλλη βλέπουμε κατά περίπτωση και μια a priori απόρριψη της τουριστικής ανάπτυξης από άλλους. Έχουμε τελικά τάσεις υπερτουρισμού στη χώρα μας και πώς εκδηλώνονται αυτές;
Πιστεύω είναι λάθος οι φορείς της τουριστικής βιομηχανίας να απορρίπτουν την συζήτηση για τον υπερτουρισμό ως… αντιτουριστική. Όπως μας έχει δείξει η περίπτωση της Βαρκελώνης το αντιτουριστικό αίσθημα γιγαντώνεται όταν χαθεί κάθε όριο, και η κατάσταση τεθεί εκτός ελέγχου. Η συζήτηση για τον υπερτουρισμό, αυτήν ακριβώς την εξέλιξη μπορεί να προλάβει. Γι’ αυτό και πρέπει να αφουγκραζόμαστε τις πραγματικότητες. Όταν στην Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη οι κάτοικοι μιας γειτονιάς φεύγουν γιατί οι βραχυχρόνιες μισθώσεις έχουν εκτοξεύσει το κόστος στέγασης, ή όταν διαμαρτύρονται γιατί η γειτονιά τους έχει μεταβληθεί σε «γειτονιά που ποτέ δεν κοιμάται» με κυρίαρχη δραστηριότητα την διασκέδαση, τότε κάτι δεν πάει καλά. Όπως και κάτι δεν πάει καλά, όταν στην Νάξο ή την Χαλκιδική, υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στην τουριστική και την αγροτική οικονομία για την διαχείριση του νερού, και το αν θα καταλήξει αυτός ο υπερπολύτιμος πόρος στα χωράφια ή τις… πισίνες.
- Δεν υπάρχει αμφιβολία, και φαίνεται αυτό σαφώς στο βιβλίο, ότι η πόλη είναι το βασικό πεδίο ανάπτυξης του υπερτουρισμού. Από την άλλη κύριος μοχλός αυτής είναι η πλημμυρίδα των καταλυμάτων βραχείας διαμονής, μια μορφή “κοινωνικοποίησης” του τουριστικού επιχειρείν. Πάμε σε ένα διχασμό, ανάμεσα σε αυτούς που επωφελούνται από την τουριστική ανάπτυξη και σε αυτούς που την μάχονται;
Το είπατε πολύ σωστά… «κοινωνικοποίηση». Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις διαχέουν την αγορά της φιλοξενίας μέσα στις γειτονιές. Από εκεί που είχες την διάκριση του ξενοδοχείου με την κατοικία, τώρα αυτή δεν υπάρχει, και κάθε ακίνητο είναι δυνάμει ‘επενδυτικό’, το οποίο μάλιστα εμπλέκεται σε μια αγορά διεθνούς εμβέλειας και μεγάλων παικτών οι οποίοι έχουν μετατρέψει σε βιομηχανία τις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Αυτό απορρυθμίζει την στέγαση, ακυρώνει την διάστασή της ως κοινωνικό αγαθό.
Επιπροσθέτως, είναι και εδώ ζήτημα βαθμού. Αν σε μια πολυκατοικία, σε κάθε όροφο έχεις βραχυχρόνια μίσθωση –ένα ή περισσότερα διαμερίσματα– αναπόφευκτα ξεσπούν συγκρούσεις για τις ώρες κοινής ησυχίας, ή τα απορρίμματα. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρξει ρύθμιση, οριοθέτηση και περιορισμός της πρακτικής. Πόσο μάλλον όταν όπως είπαμε έχει βιομηχανοποιηθεί, και διεθνοποιηθεί η αγορά της βραχυχρόνιας μίσθωσης και σα συνέπεια αυτού η πλάστιγγα μεταξύ του εκείνων που κερδίζουν με εκείνους που χάνουν, γέρνει προς τους δεύτερους. Η εποχή μας σε ορισμένες της όψεις δείχνει να απεχθάνεται τα όρια από την άλλη, τα έχει τόσο πολύ ανάγκη…
- Είναι εφικτή σε ρεαλιστικό πλαίσιο η τουριστική ανάπτυξη χωρίς την κατάληξη σε εκδηλώσεις υπερτουρισμού; Κι αν ναι, με ποιους όρους;
Είναι ζήτημα πρόληψης. Όταν έχουμε αγγίξει αυτήν την κατάσταση, είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο. Στην Βαρκελώνη προσπαθούν εδώ και 10 χρόνια, και δεν τα καταφέρνουν. Από την άλλη στο Κιότο της Ιαπωνίας, εισήγαγαν εγκαίρως αυστηρούς όρους για την επισκεψιμότητα ορισμένων περιοχών, κι έτσι απέφυγαν την υπερτουριστική συνθήκη.
Στο Κουκάκι της Αθήνας από την άλλη, η κατάσταση ξέφυγε, μεγάλη μερίδα των παλιών κατοίκων εγκατέλειψε την γειτονιά· ο χάρτης των επαγγελμάτων και η σύνθεση των μαγαζιών έχει επίσης αλλάξει εντελώς. Είναι δύσκολο να επανέλθουμε. Το ίδιο γίνεται στο Παγκράτι, ή τον Νέο Κόσμο. Στην Θεσσαλονίκη, σε γειτονιές του κέντρου, επίσης.
Άρα, θα πρέπει να υπεισέλθει στην συζήτηση η λογική της αποκέντρωσης. Δηλαδή ότι τα κέντρα των πόλεων είναι κορεσμένα –όχι μόνον κυρίως του υπερτουρισμού, είναι πολυπαραγοντικό το φαινόμενο. Εκ των πραγμάτων, όμως, έχουν καταστεί αφιλόξενοι τόποι για τα μικρά και τα μεσαία εισοδήματα. Άρα, θα πρέπει να υπάρξει αναδίπλωση τόσο στην περιφέρεια των πόλεων, όσο και στην περιφέρεια της χώρας. Υπάρχουν μικρές και μεσαίες πόλεις στην Ελλάδα που αδίκως βρίσκονται σε οικονομική στασιμότητα, γιατί ο συνδυασμός ποιότητας και κόστους ζωής που προσφέρουν είναι καταπληκτικός.
Εκεί, η κριτική απέναντι στον υπερτουρισμό, έχει και μια άλλη διάσταση: να μην αποτρέπει την αποκέντρωση. Αν ταυτόχρονα ό,τι γίνεται στο κέντρο της Αθήνας, της Πάτρας ή της Θεσσαλονίκης γίνεται και στο Ηράκλειο, τα Χανιά, τον Βόλο ή την Καβάλα, τότε, που θα πάει ο κόσμος; Χάνουμε και την δυνατότητα της αποκέντρωσης έτσι…
- Υπάρχει περίπτωση να δούμε και στην Ελλάδα φαινόμενα τύπου Βαρκελώνης ή Βενετίας; Και με ποιες πολιτικές παρεμβάσεις πιστεύετε ότι θα μπορούσε να αποτραπεί κάτι τέτοιο;
Υπό μια έννοια ήδη βλέπουμε, διότι σε περιοχές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης ή και άλλων πόλεων αλλάζει ο χαρακτήρας των γειτονιών του κέντρου, χάνουν την μικρομεσαία τους ταυτότητα.
Ο υπερτουρισμός, ωστόσο, είναι και νοοτροπία. Δηλαδή όταν λέμε ότι είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας, επικεντρώνουμε υπερβολικά σε αυτόν. Έτσι, κράτος και Δήμοι δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην τουριστική πολιτική. Ένα παράδειγμα: υπουργείο Τουρισμού υπάρχει· υπουργείο βιομηχανίας υπάρχει; Ασχολείται κανένας Δήμος με την οικονομία της γνώσης και της πληροφορίας ή την μεταποίηση με την ένταση που ασχολείται με τον τουρισμό; Όχι.
Από την άλλη πληθαίνουν οι διεθνείς οργανισμοί που μας λένε ότι το μοντέλο οικονομίας μας είναι ρηχό, γιατί στηρίζεται υπερβολικά στον τουρισμό, και γι’ αυτό είναι εκτεθειμένο. Έτσι εγκλωβιζόμαστε σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, και άρα έχουμε χαμηλό ταβάνι στους μισθούς –χώρια το ζήτημα της βιωσιμότητας. Επομένως πρέπει να αποκτήσουμε βάθος στην οικονομία μας, και αυτό σημαίνει άλλο μείγμα ανάπτυξης. Άρα η υπερτουριστική συνθήκη θα αποτραπεί όταν πάψουμε σκεφτόμαστε με όρους μονοκαλλιέργειας του τουρισμού. Εάν δώσουμε βάρος και αναπτύξουμε πολιτικές για την σύγχρονη βιομηχανία, ή τις υψηλές τεχνολογίες. Χρειάζεται εκ νέου ιεράρχηση των προτεραιοτήτων.