Όταν περνούσαμε διά πυρός και σιδήρου τα πολύ δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, συχνά -ακόμα κι ως παρηγοριά- ερχόταν η κουβέντα ότι μέσα από τις συμπληγάδες της δυσκολίας «θα γινόμασταν καλύτεροι». Δηλαδή, πως θα μαθαίναμε ότι οι κακές πρακτικές που μας είχαν οδηγήσει στην κρίση έπρεπε να μείνουν πίσω και να γίνουμε όλοι πιο υπεύθυνοι, από τους κυβερνώντες ως τους πολίτες.
Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια κλεισμένα πια μετά την έναρξη της κρίσης, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι όλα αυτά ήταν εν πολλοίς ευχολόγια και τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ που απασχολεί όλη τη χώρα αυτές τις μέρες, το αποδεικνύει. Τι νοσηρό να θέλει κάποιος και να μην το βρει μέσα, τίποτα δεν λείπει. Και μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ουδείς από όσους βλέπουμε να εμπλέκονται δεν φαίνεται να ορρωδεί.
Όλοι λένε ότι δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από αυτό που έκαναν κι όλοι οι άλλοι. Πως ό,τι έκαναν ήταν «για να βοηθήσουν», «για να διευκολύνουν», «για να είναι δίπλα στον παραγωγό» και το βρίσκουν φυσιολογικό όλο αυτό. Κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν το πρόβλημα…
«Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε…», έγραψε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης και ταιριάζει σε πολλούς. Αλλά από την άλλη, αυτή η μοιρολατρία του αναπόφευκτου, του κακού μας χαρακτήρα, που σαν να είμαστε προγραμματισμένοι, μας σπρώχνει στη διαφθορά, στην πονηριά, στη λαμογιά και δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή.
Όχι, η αλήθεια πρέπει να διατυπωθεί κάπως αλλιώς. Φταίει ο καθένας, φταίμε όλοι στο βαθμό που μας αναλογεί, ακριβώς γιατί είμαστε τόσοι. Γιατί δεν τολμήσαμε ή δεν προσπαθήσαμε να γίνουμε καλύτεροι.
Τα λόγια του πρωθυπουργού και των υπόλοιπων πολιτικών ταγών ακούγονται πολύ φτωχά και λίγα. Αλλά εξίσου λίγη είναι και η επίδοση όλων ημών των υπολοίπων, όλων αυτών που έκαναν απάτες, όπου κι αν βρίσκονται, όποιοι κι αν είναι, αλλά και όλων όσοι σιωπούμε ή κάνουμε ότι δεν βλέπουμε. Γιατί το να μην είμαστε έτσι δεν είναι ζήτημα επιλογής, είναι υποχρέωση.
Δεν ευθυνόμαστε όλοι το ίδιο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά όλοι έχουμε ένα πολλοστημόριο της ευθύνης, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο. Η μόνη λέξη που ακούστηκε αληθινή αυτές τις μέρες ήταν το «αποτύχαμε» του Κυριάκου Μητσοτάκη, μόνο που είναι πολύ αμφίβολο ότι το συναισθάνεται και το πιστεύει, γιατί δεν βλέπουμε και πού φτάνει αυτή η παραδοχή.
Αποτύχαμε, λοιπόν, γενικά και ειδικά, συλλογικά και ατομικά, αποτύχαμε να σταθούμε στο ύψος μας. Δεν αποτύχαμε όμως όλοι εξίσου. Και δεν μπορούμε να μείνουμε άπραγοι θεατές αυτής της συλλογικής αποτυχίας για την οποία οι ευθύνες δεν φτάνει να διαχέονται, πρέπει να επιμεριστούν, να αποδοθούν. Πολλοί δίνουν την εντύπωση ότι σφυράνε αδιάφορα αυτές τις μέρες, προσποιούνται ότι δεν τους ακουμπάει όλο αυτό, ενώ το φοράνε κατάσαρκα.
Επειδή όμως μεγαλώνουμε παιδιά σε αυτή τη χώρα και σε αυτά τα παιδιά οφείλουμε ως σημερινοί πολίτες να δώσουμε λόγο αύριο, πρέπει ο καθένας μας να αναλάβει τις ευθύνες του. Καταρχάς, να μη σιωπήσουμε – έχουμε χρέος να μιλάμε.
Ο καιρός του καθωσπρεπισμού παρήλθε, οι διάλογοι που κατακλύζουν τη δημοσιότητα ξηλώνουν κάθε επίφαση. Όποιος συνεχίσει να ανέχεται όλους αυτούς που εξαιτίας τους μας έρχονται πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων, θα έχει πλέον τη συνευθύνη.
Ακόμα κι αν δεν υπήρξαμε ως τώρα αυτοί που έπρεπε, δεν είμαστε όλοι «τόσοι» και δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Όποιοι ελπίζουν στην αφωνία, την αδιαφορία, τη λήθη, θα δοκιμάσουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Η κοινωνία δεν έχει άλλες ανοχές – όχι ολόκληρη η κοινωνία, αλλά ένα σημαντικό μέρος της.
Η Κυβέρνηση δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα συνεχίσει να κρύβεται πίσω από την ανεπάρκεια των πολιτικών αντιπάλων της. Και όσοι ενεργητικά ή παθητικά σιγοντάρουν την κατάχωση του σκανδάλου, θα είναι συνοδοιπόροι της διαφθοράς.
Μοναδικός κριτής μας πλέον θα είναι η επόμενη γενιά, οι επόμενες γενιές. Στο δικό τους όνομα δεν μπορούμε να συμβιβαζόμαστε διαρκώς. Δεν είμαστε όλοι «τόσοι».