«Καλά και ποιος μου λέει ότι ήταν
δικό μου το μούλικο», της είπε και κοιμήθηκε
Η Νίκη ήταν μόλις 19 ετών. Οι γονείς της δεν ήθελαν να σπουδάσει, θεωρούσαν χαμένο χρόνο τις σπουδές και τα πτυχία. Εξάλλου, η γυναίκα δε χρειάζεται να δουλεύει, αρκεί να ξέρει να μαγειρεύει και να είναι πρώτη νοικοκυρά.
Μόλις πάτησε τα 20 άρχισε η μουρμούρα.
«Στο ράφι θα μείνει στο τέλος η μικρή…».
«Ποια μικρή; Εγώ στην ηλικία της είχα ήδη δύο παιδιά και ένα στην κοιλιά».
Ο παραπάνω ήταν συνηθισμένος διάλογος μεταξύ των γονιών της.
Ο Γιώργος ήρθε σα μάννα εξ ουρανού. 45αρης με σίγουρη δουλειά. Της υποσχέθηκε τον κόσμο όλο. Ούτως ή άλλως όποιος την κρατούσε μακριά από το σπίτι της ήταν για εκείνη σνα Μεσσίας. Λίγο πριν πατήσει τα 21 ντύθηκε στα λευκά. Δεν ήταν σίγουρη αν αυτό ήθελε, είχε δει την ξαδέλφη της τη βραδιά του γάμου της, σχεδόν έκλαιγε από χαρά, εκείνη απλώς χαιρόταν που θα μετακόμιζε επιτέλους.
Όμως, η ζωή της δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Η αρχή έγινε την ίδια τη νύχτα του γάμου τους. Όχι ότι περίμενε τότε για να έρθουν πιο κοντά όμως εκείνο το βράδυ ήταν πιο βίαιος από όσο εκείνη θα ήθελε. Σίγουρα αυτή η συμπεριφορά δεν της άρεσε, την τρομάζε θα έλεγε κανείς.
Μετά από λίγο ήρθε το παιδί. Θυμάται τι πόνους τράβηξε στη γέννα, όμως εκείνος ούτε μια γλυκιά κουβέντα, ένα χάδι, τίποτα… Και το παιδί …δεύτερη ματιά δεν του έριξε.
«Το επόμενο κανόνισε να είναι αγόρι», της είπε και πήγε για μπίρες με τους κολλητούς του.
Κάθε βράδυ ερχόταν ολοένα και πιο αργά κι εκείνη ξενυχτισμένη λόγω του μωρού έσπευδε στην κουζίνα να του ετοιμάσει κάτι. Και ας ήταν 4 τα ξημερώματα…
Ένα πρωί τον ρώτησε πού ήταν. Μέγα λάθος όπως αποδείχτηκε. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και η γροθιά του έπεσε με τόση δύναμη στο μάγουλό της που δεν καταλάβαμε από πού της ήρθε. Ενστικτωδώς πήγε στο δωμάτιο της μικρής. «Μην ανησυχείς», της είπε, «εσένα δε θα σε αγγίξει». Το είπε για να το πιστέψει και η ίδια, εξάλλου ποτέ δεν τον είδε να είναι τρυφερός με την κόρη τους. Αντίθετα, έβλεπε τον άντρα της ξαδέλφης της να αλλάζει τα παιδιά του, να τα ταΐζει, να ξενυχτάει μαζί με τη γυναίκα του ή εναλλάξ για να κοιμούνται λίγο και οι δύο… Εκείνη δεν ήθελε βοήθεια, μπορούσε να τα κάνει όλα μόνη της. Μια καλή κουβέντα ήθελε, ένα χάδι, όχι τόσο για την ίδια όσο για το παιδί της.
Την Κυριακή τα ξημερώματα ο χρόνος πάγωσε. Εκείνος είχε πιει παραπάνω από όσο συνήθιζε και η μικρή είχε πυρετό. Δε σταματούσε να κλαίει. Ο Γιώργος το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί. Έπρεπε να κάνει το παιδί να πάψει. Το πήρε βίαια από την αγκαλιά της και το πέταξε στο πάτωμα. Το παιδί σταμάτησε να κλαίει, η Νίκη πέσε πάνω του. Ανάσα δεν έβγαινε από το στήθος του. «Τι έκανες;», του είπε, «την κόρη σου σκότωσες;».
«Καλά και ποιος μου λέει ότι ήταν δικό μου το μούλικο», της είπε και κοιμήθηκε.