Εδώ άλλο βιβλίο δεν έχει, τηλεκοντρόλ δεν υπάρχει. Είναι η ζωή σου.

Τους έβλεπες μια περίοδο σχεδόν καθημερινά. Οι φωτογραφίες τους, selfie ή όχι, ήταν παντού. Με το σήμα της νίκης, με ένα χαμόγελο να αχνοφαίνεται πίσω από τη μάσκα, που θα ζήλευε ακόμα και διαφήμιση οδοντόκρεμας.

Με τις σύριγγες, τα μπουκαλάκια, την ταμπέλα «Εμβολιαστικό Κέντρο» σε πρώτο πλάνο.

Δεν τους χλεύαζες, καμία υποψία ειρωνείας, αγνή, καθαρή ζήλεια. Γιατί εκείνοι αισθάνονταν ελεύθεροι, αισιόδοξοι. Αυτή είναι η λέξη -κλειδί. Εσύ, που είσαι φύσει αισιόδοξος, που ακόμα και αν τρέχεις με 200 και μπροστά σου υψώνεται ένας τοίχος, λες “όλα καλά θα πάνε”.

Η αισιοδοξία είναι αυτό που έχεις χάσει πια. Ακόμα και πλήρως εμβολιασμένος συνεχίζεις να φοράς τη μάσκα σου, έχεις πάντα αντισηπτικό στην τσάντα και όταν βλέπεις κάποιο αγαπημένο σου πρόσωπο μένεις… με το μετέωρο βήμα του πελαργού. “Να σε φιλήσω; Να σε αγκαλιάσω; Να σε χαιρετήσω όπως σου πρέπει; Έναν ολόκληρο χρόνο έχω να σε δω, το πιστεύεις;”, του λες. Κι ενώ στην αρχή στέκεσαι στο ύψος των περιστάσεων, στο τέλος δεν κρατιέσαι, δίνεις ένα φιλί και φεύγεις και κάπου στο αμάξι σε πιάνουν οι τύψεις. “Έπρεπε να κρατηθώ, δεν ήταν σωστό, κι αν είχα κάτι;”

Και τότε θυμάσαι ότι κάποτε σου είπαν πως “αν θέλεις να θεωρείς τον εαυτό σου διανοούμενο (λέμε τώρα) πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσεις την “Δίκη” του Κάφκα. Είναι αυτό που λέμε must.”

Τι να κάνεις κι εσύ, ακόμα στα αμφιθέατρα ήσουν, λες θα το διαβάσω. Όμως, όσο ο ήρωας τραβιόταν σε μια δίκη που δεν καταλάβαινε γιατί, ποια κατηγορία τον βάραινε, τι είχε κάνει λάθος και να πληρώσει βρε αδελφέ, τόσο εσύ ένιωθες να πνίγεσαι. Έχεις κι αυτό το χούι. Το ζεις το βιβλίο, όπως και τα έργα. Αισθάνεσαι την αγωνία, τον φόβο, την ελπίδα μαζί με τους ήρωες.

Και κάπως έτσι, άφησες την «Δίκη» στη μέση.  Εντάξει, ντροπή, τι θα πουν οι άλλοι διανοούμενοι; Τς,τς,τς…

Ένιωσες λίγο καλύτερα με τον εαυτό σου όταν αργότερα συνειδητοποίησες γιατί οι κριτικοί κινηματογράφου κάνουν λόγο για «καφκικό ήρωα», ξέρεις πως θα τραβήξει πολλά, θα υπάρχουν πάλι φαύλοι κύκλοι από τους οποίους δεν θα μπορεί να απεγκλωβιστεί. Οπότε, η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι για σένα επιλογή, ξεκάθαρα. Θέλεις να περάσεις ένα όμορφο βράδυ, χαλαρό, να ηρεμήσεις, έστω και με μια ταινία.

Έλα, όμως, που κάποια στιγμή φτάνει το 2020, το λες καταραμένο, κάνει αμάν να φύγει και τώρα, Αύγουστος πια του 2021, ενώ μετράς παγωτά (γιατί «τόσα περάσαμε, ας φάμε», που λέει και μια ψυχή) και μπάνια (πού αλλού θα βρεις τόση γαλήνη;)  συνεχίζεις να μετράς κρούσματα.

Βρίσκεις ένα εχθρό να κατηγορείς για όλα και σκέφτεσαι ότι μετά την πρώτη και την δεύτερη δόση, τη μετάλλαξη από τη Βρετανία, τη Νότιο Αφρική, την Δέλτα… θα μετράς και άλλες μεταλλάξεις και άλλες δόσεις. Και αυτό το έργο δεν θέλεις να το δεις, θέλεις να κλείσεις τις σελίδες του βιβλίου, αλλά εδώ άλλο βιβλίο δεν έχει, τηλεκοντρόλ δεν υπάρχει. Είναι η ζωή σου. Ο καφκικός ήρωας που λέγαμε είσαι εσύ.

Υ.Γ. Αυτός ο πόλεμος, ο αόρατος, ακόμα και ορατός, εχθρός, τα στρατόπεδα σε εμβολιασμένους και μη, μου θυμίζει τις εποχές του Δημοψηφίσματος, μου φαντάζουν, πια, εποχές της αθωότητας. Αναρωτιέμαι γιατί για ακόμα μια φορά, για λάθη άλλων -όχι λάθη, για εγκλήματα θα πω καλύτερα-δεχόμαστε να μαλώνουμε μεταξύ μας, σαν μαριονέτες σε παιχνίδι. Όπως πολύ σωστά είδα κάπου (αυτό το fb έχει και τα ωραία του), όταν θα τελειώσει όλο αυτό, σημασία θα έχει πώς φερθήκαμε ο ένας στον άλλο.