Παρακολουθείς από την τηλεόραση και ασυναίσθητα κοιτάζεις τους τοίχους του σπιτιού σου, σκέφτεσαι τι όνειρα κρύβουν, τι ελπίδες…
Σε αυτό το σπίτι ερωτεύτηκε την γυναίκα του, έκαναν όνειρα για να δημιουργήσουν μια όμορφη οικογένεια. Η τύχη δεν τους χαμογέλασε, τελικά, είχαν μόνο ο ένας τον άλλο. Και αυτό ήταν αρκετό. Όχι αρκετό, ήταν υπέροχο.
Το χαμόγελό της στα δύσκολα, το χάδι, η μυρωδιά της. Όμως, τον άφησε νωρίς. Το μόνο που είχε να θυμάται από εκείνη ήταν το σπιτικό τους. Το σαλόνι, όπου έβλεπαν μαζί τηλεόραση λίγο πριν αποκοιμηθούν και η κουζίνα, όπου είχε την πολυτέλεια να δοκιμάζει πρώτος τα ανεπανάληπτα πιάτα της.
Όταν του είπαν να εγκαταλείψει το σπίτι του, την εστία του, τους τέσσερις τοίχους που υπήρξαν μάρτυρες μιας πραγματικά μεγάλης αγάπης, εκείνος αρνήθηκε. Είπε πεισματικά “όχι” και ας τον έλεγαν «γεροπαράξενο». Ας μουρμούριζαν πίσω από την πλάτη του, ακόμα και επιθέσεις δέχτηκε από τους εργολάβους που ήθελαν να το κατεδαφίσουν.
Τι έκανε; Ονειροπόλος όπως ήταν και ακόμα ερωτευμένος- αν και εκείνη είχε φύγει πια, από τη ζωή, όχι από το μυαλό και την καρδιά του- έβαλε μπαλόνια στο σπίτι και εκείνο σηκώθηκε ψηλά. Για να πάει σε ένα παραδεισένιο μέρος, αυτό που ονειρεύονταν να επισκεφτούν μαζί και δεν τα κατάφεραν.
Φυσικά, είναι ό,τι θυμάμαι από ένα από τα πιο συγκινητικά παιδικά που έχω δει στη ζωή μου, το «Ψηλά στον Ουρανό». Εκεί, όπου η αγάπη ενός άντρα για μια γυναίκα έχει “ποτίσει” τους τοίχους ενός σπιτιού. Γιατί ένα σπίτι που μοιράζεσαι με τους ανθρώπους που αγαπάς δεν είναι τοίχοι, είναι αναμνήσεις, γέλια, κλάματα, χωρισμοί, επανασυνδέσεις, θυμός, απελπισία… Το χέρι που χτύπησες στο τραπέζι, το σημάδι από τότε που έκαψες το φαγητό και παραλίγο και τα παιδιά σου μαζί, το μαξιλάρι που έσκισε ο σκύλος, τα μικρά μαύρα χεράκια που δεν προλαβαίνεις να καθαρίσεις από την σκάλα και όλο φωνάζεις…
Εκείνο το μπαούλο, που ο άντρας σου σε κοροϊδεύει ότι περιέχει σκουπίδια, με το πρώτο εισιτήριο από την συναυλία που είδες με τα μεγάλα σου ξαδέλφια, και σου χύθηκε η μπύρα πάνω σου και ήθελες να πείσεις τον πατέρα σου ότι δεν ήπιες ούτε σταγόνα, το γράμμα που αντάλλαξες με την κολλητή σου όταν πηγές φοιτήτρια- γιατί οι δικοί σου άνθρωποι μοιράζονται την ανάγκη σου να παραμένεις ρομαντική-το σκισμένο 500αρικο (δραχμές) που έκοψες στη μέση με το συμμαθητή σου για να θυμάστε εκείνη την όμορφη βραδιά που μοιραστήκατε μια μπίρα και είπατε τόσα πολλά…
Αυτά τα “άχρηστα” χαρτιά δεν ήθελες πότε να γίνουν στάχτη, δεν τους άξιζε…
Κανείς δε συγκρίνει τις ανθρώπινες ζωές με τα σπίτια, όμως, όταν έχεις ζήσει όμορφες, ακόμα και άσχημες, στιγμές, τα σπίτια έχουν ψυχή χωρίς να θέλω να προχωρήσει σε ύβρι.
Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει κάποιες φορές επιλέγεις να μην πατήσεις ξανά τα πόδια σου σε αυτό το σπίτι γιατί απλά δεν αντέχεις να το δεις χωρίς αυτόν. Ή αρνείσαι να παρακολουθήσεις την ανακαίνιση που έκανε ο γιος του γιατί ο φίλος σου “χάθηκε” όταν οι τοίχοι βάφτηκαν πράσινοι.
Ο εφιάλτης δεν τελειώνει οι απώλειες ανυπολόγιστες ο πόνος … δεν βρίσκω επίθετο να τον προσδιορίσω, λυπάμαι.
Παρακολουθείς από την τηλεόραση και ασυναίσθητα κοιτάζεις τους τοίχους του σπιτιού σου, σκέφτεσαι τι όνειρα κρύβουν, τι ελπίδες… κοιτάς τα παιχνίδια που κανείς δεν φρόντισε να μαζέψει από το πάτωμα, τα άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη και σκέφτεσαι πως ακόμα και αυτά τελικά τα αγαπάς και εύχεσαι κανείς να μην τα χάσει ποτέ ξανά και σίγουρα όχι με τέτοιο τρόπο.