Τόση διαφορά στις δύο εικόνες,
τόση φρίκη… δεν αντέχεται
Συνήθως η θέση τους βρίσκεται στην κορυφή του τραπεζιού. Αν τους αφήσουν, δηλαδή, τα εγγόνια εκεί και δεν τους βάλουν κάπου στη μέση ανάμεσά τους, όταν το πιρούνι και το μαχαίρι δε χωράνε στα δάκτυλα γιατί έχουν αιχμαλωτιστεί από τα μικρά ζουζούνια τους.
Εκείνη έχει μαγικές ικανότητες, ενώ απλώνει τα χέρια με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και αναφωνεί “παιδί μου… δεν έχω τίποτα να σε κεράσω”, σε κλάσματα του δευτερολέπτου γεμίζει το τραπέζι με όλα τα καλούδια.
Κάποτε μας διάβαζε παραμύθια ή μας έλεγε ιστορίες από την Κατοχή, μας καθάριζε μήλα και μας έπαιρνε τις Κυριακές στην εκκλησία. Τώρα οι γιαγιάδες και οι παππούδες μοιράζονται με τα εγγόνια τους τις περιπέτειες που είχαν την περίοδο της Χούντας. Τους μαθαίνουν να «διαβάζουν» τα αστέρια στον ουρανό, τους βάζουν ποδιά και πλάθουν κουλουράκια.
Δίπλα στο τζάκι, στο προσκέφαλο λίγο πριν κοιμηθούν, μια αγκαλιά παντός καιρού, από εκείνες που κάνουν τα μπουμπουνητά των βροντών να μη μοιάζουν τόσο τρομακτικά πια. Μια μυρωδιά που δεν μπορείς ποτέ να ξεχάσεις, βασιλικός, γιασεμί, κέικ και καλτσούνια που μόλις βγήκαν από τον φούρνο.
Η γιαγιά και ο παππούς είναι πρόσωπα στα όρια του μύθου. Τα εξιδανικεύεις, τα τοποθετείς σε ένα βάθρο και δεν αφήνεις ούτε τους γονείς σου- τα παιδιά τους, δηλαδή- να τους βγάλουν από εκεί. Ειδικά αν είσαι τυχερός και φέρεις το όνομά τους, τότε κάθε φορά που συστήνεσαι το μυαλό ταξιδεύει στις πιο όμορφες αναμνήσεις σου, τότε που τα φρέσκα ρεβίθια είχαν την τιμητική τους και όλα τα ξαδέλφια κάνατε κύκλο στην αυλή της γιαγιάς και κλαίγατε από τα γέλια.
Μεγαλώνοντας, οι ρόλοι αλλάζουν. Γίνεσαι γονιός και οι γονείς σου μαθαίνουν τι σημαίνει η φράση “του παιδιού μου το παιδί”.
Σου δίνουν δύο σοκοφρέτες να μοιράσεις στα παιδιά σου κι εσύ αναρωτιέσαι “η δικιά μου πού είναι;”. Θυμώνεις όταν τα παραχαϊδεύουν ή παίρνουν το μέρος τους ή σου κάνουν υποδείξεις.
Εκείνα, όμως, κάθε φορά που ακούνε ότι θα πάνε στο χωριό σε κοιτούν με μάτια γουρλωμένα από τη χαρά.
Γεμίζουν τις τσάντες με παιχνίδια και σχέδια τρελά για “την καλύτερη μέρα του κόσμου”.
Τραβάς χειρόφρενο, η μυρωδιά του αρνιού σου σπάει τη μύτη, αναρωτιέσαι τι θα προλάβεις να βουτήξεις από το τραπέζι πριν ορμήξουν τα… τέρατα και όταν οι αγκαλιές ανοίγουν δεν μπορείς να βάλεις φρένο στις σκέψεις που σε κατακλύζουν λόγω μίας επικαιρότητας που δεν μπορείς να παραβλέψεις.
Πόσοι άνθρωποι στη δύση της ζωής τους βασανίστηκαν φρικτά, πόση δυσωδία κρύβουν οι κλειστές πόρτες ενός γηροκομείου; Ποιοι ήταν αυτοί οι άντρες και γυναίκες που σήμερα αναφέρονται ως “ηλικιωμένοι”; Τι επάγγελμα έκαναν, τι είχαν σπουδάσει, ποια ήταν τα όνειρά τους; Είχαν ζήσει έναν μεγάλο έρωτα; Είχαν κάνει παιδιά; Είχαν ταξιδέψει, είχαν γνωρίσει πρόσωπα και τόπους μακρινούς; Τι σκέψεις περνούσαν από το δικό τους μυαλό όταν ήταν δεμένοι στο υπόγειο; «Άκουγαν» το γέλιο των παιδιών και των εγγονών τους; Ανακαλούσαν ευτυχισμένες στιγμές από τα νιάτα τους για να γίνει ο πόνος λιγότερο αβάσταχτος;
Τόση διαφορά στις δύο εικόνες, τόση φρίκη… δεν αντέχεται.