Σήμερα 40άρηδες, πρόλαβαν και πήραν μία γεύση από το τι σημαίνει dolce vita…
Ο Γιώργος και ο Νίκος είναι κολλητοί από τον στρατό. Αν και οι δύο γέννημα – θρέμμα Ηρακλειώτες, οι δρόμοι τους έσμιξαν λίγο μετά τα 25, όταν και οι δύο είχαν ένα πτυχίο στα χέρια τους και όλη τη ζωή μπροστά τους.
Ανάμεσα σε αγγαρείες, ΚΨΜ και “γερμανικά” νούμερα κτίστηκε μια φιλία δυνατή. Ο ένας κοιμόταν αγκαλιά με τη φωτογραφία της κοπέλας του, ο άλλος ήταν ελεύθερος και ωραίος. Καζούρα γινόταν, πάντα, όμως, με καλή διάθεση.
Όταν πλέον κρατούσαν και τη Ροζαλία, τότε έδωσαν ένα ξέφρενο πάρτι. Κράτησε ως το πρωί, το χάραμα έμειναν οι δυο τους, οι άλλοι είχαν τεζάρει από το πολύ ποτό και τον χορό. Πήγαν με τα πόδια ως το λιμάνι και με φόντο τον Κούλε έδωσαν έναν όρκο «Θα τα καταφέρουμε. Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του».
Περίπου 15 χρόνια μετά, οι δύο φίλοι σμίγουν ξανά σε ένα ταβερνάκι. Το πεντάθυρο αυτοκίνητο του Γιώργου είναι παρκαρισμένο εκεί που κάποτε έκλεβε τις εντυπώσεις ένα κόκκινο τρίθυρο αμάξι για αλάνια.
«Τι έγινε το μηχανάκι;», ρωτάει τον Νίκο. «Άσε, με έφερε η γυναίκα μου γιατί το μηχανάκι απεβίωσε και το αυτοκίνητο κάνει πολλούς περίεργους θορύβους. Μην ξεσηκώσω όλο το κέντρο στο πόδι. Κρίμα είναι μια τόσο όμορφη βραδιά».
Άνοιξαν τον κατάλογο, σκέφτηκαν ότι πάλι το τραπέζι θα γεμίσει και οι σερβιτόροι θα γελούν κρυφά από πίσω τους.
Έκλεισαν τον κατάλογο, κοιτάχτηκαν στα μάτια και ένας αναστεναγμός ένωσε τις ανάσες τους.
«Έλα, πες το. Θέλεις να πάρουμε τα βασικά, ναι; Μια μπίρα στα δύο και τρεις μεζέδες; Μέσα είμαι, μη μασάς, μια από τα ίδια».
«Ρε φίλε, θυμάσαι όταν παραγγέλναμε και δε μας ένοιαζε τίποτα; Τότε που είχαμε πρωτοπιάσει δουλειά και ήμασταν άνετοι;».
Σήμερα 40άρηδες, πρόλαβαν και πήραν μία γεύση από το τι σημαίνει dolce vita… Υπερβολές, τι σημαίνει να ζεις με αξιοπρέπεια, να δουλεύεις, να συντηρείσαι και πού και πού να περνάς όμορφα με τον κολλητό σου σε ένα ταβερνάκι.
Ο ένας ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας, κράτησε σφιχτά το χέρι της γυναίκας του που του είχε ζητήσει να μην την αφήσει δευτερόλεπτο (τι το ήθελε το 12ποντο, νύφη- πράμα…;) και της υποσχέθηκε ότι δε θα τους λείψει τίποτα.
Εκείνη τη βραδιά, όμως, δεν μπορεί να την ξεχάσει. Ξυπνάει ακόμα τις νύχτες και νομίζει πως ξαναζεί τον ίδιο εφιάλτη. Ο γιος του, μόλις τεσσάρων μηνών, κλαίει σπαρακτικά. Πεινάει το μωρό μου, θέλει γάλα και είναι τόσο μικροσκοπικό. Γεννήθηκε πρόωρα και ήδη έχει δείξει πόσο μαχητής είναι.
Η υγρασία έχει ποτίσει τους τοίχους, τα φώτα δεν ανάβουν, ήρθε ο λογαριασμός της ΔΕΗ την Δευτέρα και ακόμα να συνέλθει από το σοκ. Πετρέλαιο ούτε για αστείο, μία σόμπα της κακιάς ώρας και αυτή μονάχα όταν είναι απολύτως απαραίτητο, αφού έχουμε σκεπαστεί με κουβέρτες ως και τα μάτια μας…
Τρέχει να ζεστάνει το γάλα και όταν πιάνει το παιδί στα χέρια του δίνει έναν ακόμα όρκο. «Όχι, ποτέ ξανά δε θα δω το παιδί μου μπλε από το κρύο»!
Υ.Γ. Η πανδημία, η ακρίβεια ξυπνούν μνήμες από όσους ένιωσαν τι σημαίνει οικονομική κρίση, αν και κάποιοι δεν ξέχασαν ποτέ…