Λίγο το ποτό, η κούραση,
τα παλιά λάστιχα
το στοίχημα που ήθελε να κερδίσει…
Όλα χάθηκαν σε μια στροφή
«Μη με σφίγγεις τόσο δυνατά, μη φοβάσαι, δεν σε κάνω σούζα…!»
«Μα, για αυτό σε σφίγγω, γιατί θέλω να με κάνεις!»
Τι κι αν έτρεμε το φυλλοκάρδι της; Η Μαρίνα ήταν κρυφά ερωτευμένη με τον Κώστα, τον γνωστό και ως “γκαζοφονιά”. Δεν έχανε ευκαιρία να του δείξει πόσο κουλ ήταν (και ας ήταν ψέμα). Εκείνος, βέβαια, δεν είχε μάτια για τη Μαρίνα, το κολλητάρι του. Το πιο όμορφο αγόρι του σχολείου με το πιο «πειραγμένο» μηχανάκι, είχε όλα τα κορίτσια στα πόδια του.
«Πες μου, τόσα σημάδια στο σώμα σου πού τα πέτυχες;»
«Χμμμμμ, το…καρούμπαλο στο κεφάλι είναι από το περσινό καλοκαίρι, όταν δανείστηκα το μηχανάκι του Νίκου και αναρωτιόμουν με πόσα χιλιόμετρα θα μπω στην στροφή κάτω από το γήπεδο. Άσε, όταν με είδε η αδελφή μου με τα αίματα και κάλεσε το ασθενοφόρο ορκίστηκε ότι αν βγω ζωντανός εκείνη θα με σκοτώσει….»
«Και αυτό το σημάδι στο πόδι;»
«Α, περίμενε. Εκεί δεν έφταιγα εγώ. Όλα κι όλα… Συνοδηγός ήμουν, σε τρικάβαλο. Πήραν τηλέφωνο τη μαμά μου και της είπαν ότι το παιδί σου πεθαίνει… Ακόμα τα θυμάται και κλαίει. Με είχε ξεγράψει, να δεις κατσάδα που έφαγα όταν τελικά βγήκα από το νοσοκομείο…»
«Είχες, όμως, θυμάμαι για καιρό το πόδι σου στο γύψο, σωστά;»
Η αλήθεια είναι πως ο Γιώργος ζήλευε λίγο τον Κώστα. Ήθελε να του μοιάσει αλλά ο πατέρας του τον είχε απειλήσει. Αν τον δει σε μηχανάκι, τέρμα το χαρτζιλίκι. Ούτε στα κρυφά δεν τολμούσε να πιάσει το τιμόνι στα χέρια του. Τροχονόμος ο μπαμπάς, ήταν πανταχού παρών και δεν το ρίσκαρε.
Ρώτησε επίτηδες τον Κώστα για τον γύψο. Λέει δεν μπορεί, θα είχε στεναχωρηθεί λιγάκι… Θα του είχε κοστίσει, βρε αδελφέ.
«Φίλε, εκεί να δεις τι ωραία που πέρασα στο σχολείο. Όλα τα κορίτσια, τα πιο όμορφα τώρα λέμε, έτρεχαν να με εξυπηρετήσουν μην ταλαιπωρηθώ. Και “καημένε μου τι τράβηξες” και “αχ πόσο πρέπει να πονάς”… και να τα κεράσματα, οι καφέδες, οι τυρόπιτες… Όλα για πάρτη μου, πέρασα ζάχαρη, σου λέω!»
Αμάν, ρε Κώστα, αυτή η τύχη σου πια…
Σε μια στροφή, όμως, η τύχη τον εγκατέλειψε. Λίγο το ποτό, η κούραση, τα παλιά λάστιχα, το στοίχημα που ήθελε να κερδίσει… Όλα χάθηκαν σε μια στροφή.
Τώρα, στην θέση του βρίσκεται μία λευκή τουλίπα, από εκείνο τον φίλο που ίσως, τελικά, δεν τον ζηλεύει και τόσο πολύ πια.
Τώρα η Μαρίνα περιμένει να φύγει ο πολύς κόσμος από το μνημόσυνο. Να μείνει λίγο μόνη μαζί του. Εκείνη, εκείνος και η μαντινάδα στο μνήμα, αυτή που του αφιέρωσε ο πατέρας του.
Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να εξομολογηθεί τον έρωτα της…
«Αγάπη μου, όταν βρεθούμε ξανά πού ξέρεις. Ίσως υπάρχει κυλικείο εκεί ψηλά να σε κεράσω έναν καφέ. Και ας μην είμαι το πιο όμορφο κορίτσι του σχολείου…».