«Δεν πιστεύω να ήθελες νερό;», τον ρώτησε, γέλασε και έφυγε…
Η Μαρίνα ξυπνά κάθε πρωί στις 5, έχει δεν έχει κοιμηθεί τρεις ώρες, μέχρι να ετοιμάσει το φαγητό της επόμενης ημέρας και ό,τι άλλο χρειάζεται η οικογένειά της. Παίρνει το αυτοκίνητο, αφού μένει στο χωριό, και φτάνει στην πόλη, εκεί από όπου περνούν τα λεωφορεία για το ξενοδοχείο, όπου εργάζεται.
Στο σπίτι θα επιστρέψει πια αφού θα έχει νυχτώσει. Μία φίλη της, η Κωνσταντίνα, τη ρώτησε πότε θα έχει χρόνο να πάνε θάλασσα σαν όλους τους ανθρώπους κι εκείνη γέλασε τόσο δυνατά που την τρόμαξε.
Η μέση της πονάει, δεν είναι εύκολη υπόθεση να καθαρίζεις τόσα δωμάτια. Πέρσι το αφεντικό της (εντάξει, μία ψυχή λέει πως αφεντικά έχουν μόνο οι σκύλοι, ο εργοδότης της, αν προτιμάτε) προσέλαβε μόλις τρεις καμαριέρες ενώ προ κοροναϊού εργάζονταν τουλάχιστον έξι. Φέτος το ξενοδοχείο πλημμύρισε τουρίστες και εκείνες δεν τους προλαβαίνουν. Φυσικά, ούτε λόγος για να προσλάβει επιπλέον άτομα, ούτε λόγος για αυξήσεις σε όσες κυριολεκτικά ιδρώνουν κάθε μέρα για να κάνουν το ξενοδοχείο να λάμπει.
Ο Γιώργος έμεινε άνεργος όταν η σύζυγός του ήταν στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της. Ορκίστηκε ότι δε θα τους λείψει τίποτα, σε εκείνους, για τον ίδιο δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Ένα μεσημέρι, όμως, το θερμόμετρο έδειχνε 40 βαθμούς. Είχε βάλει το πτυχίο του σε ένα συρτάρι και είχε δουλέψει κηπουρός, χωρίς ένσημα, αυτό το ξεκαθάρισε από την αρχή ο ιδιοκτήτης της εταιρείας.
«Αν είσαι καλός, βλέπουμε. Μάθε, πρώτα τη δουλειά». Εκείνο το μεσημέρι, έσκαβε και με το κάθε τσαπ ένιωθε την ανάσα του να κόβεται. Ήρθε το «αφεντικό», γύρω στα 22, ντυμένο στην τρίχα, με έναν φρέντο στο χέρι, και είδε τον Γιώργο έτοιμο να λιποθυμήσει. «Δεν πιστεύω να ήθελες νερό;» τον ρώτησε, γέλασε και έφυγε… Ήταν η τελευταία μέρα που ο Γιώργος δούλεψε για εκείνον. Τώρα το «αφεντικό» αναρωτιέται ποιος θα περιποιηθεί τόσους κήπους. Έχει κλείσει συμφωνίες με μεγάλους πελάτες και κινδυνεύουν να τιναχθούν όλα στον «αέρα».
«Πόσο αχάριστοι είναι ορισμένοι…» σκέφτηκε.