Αυτό το γεμάτο σπίτι είναι για μένα
οι γιορτές των Χριστουγέννων
Το κιτς, προσωπικά, δε με ενοχλεί, η μιζέρια, όμως, πολύ. Ο κόσμος γκρινιάζει όταν ο στολισμός είναι λιτός, όταν οι μπάλες, τα λαμπιόνια και τα διάφορα φωτάκια είναι πολλά. Δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος, δεν υπάρχει μία χρυσή τομή για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των Σκρουτζ.
Τα Χριστούγεννα είναι η εποχή που κάποιοι γίνονται ξανά παιδιά, στολίζουν με ενθουσιασμό το δέντρο υπό τον ήχο του Ρούντολφ το Ελαφάκι που το έχει εκτελέσει εξαιρετικά ο έρωτάς μου την περίοδο του Δημοτικού, Θάνος Καλλίρης. Αν και μία από τις καλύτερες αναμνήσεις που έχω σε στολισμό δέντρου είναι στο σπίτι της κολλητής μου που μόλις είχε χωρίσει και «κλαίγαμε» τον μακαρίτη (εγώ από συμπαράσταση) με Μητροπάνο. Το «Εμένα δε μ’ αγάπησε κανείς» με αγγελάκια και ταράνδους είναι ταμάμ…
Η αγαπημένη μου, όμως, στιγμή ήταν το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς. Όλα γίνονταν, υποτίθεται, για τον μπαμπά μου, τον Βασίλη, όμως, όλο και κάποιο δωράκι τσιμπούσαμε κι εμείς. Οι ετοιμασίες ήταν που έκαναν τη γιορτή ακόμα πιο όμορφη. Με την αδελφή μου μοιράζαμε τις δουλειές, εσύ ξεσκόνισμα, εγώ σκούπισμα και άλλα ωραία που τότε τα απολάμβανα κιόλας, τώρα ως υποτιθέμενη νοικοκυρά τα έχω βαρεθεί.
Ακόμα και σήμερα τόσα χρόνια μετά δεν μπορώ να καταλάβω πώς η μητέρα μου κατόρθωνε να φτιάχνει του κόσμου τα φαγητά, από κεφτεδάκια, ψητά, αμυγδαλοσαλάτα, γλυκά, όπως βασιλόπιτα (εννοείται, η πιο νόστιμη ever), μπουγάτσα και μπακλαβά, παρακαλώ, χωρίς να αφήνει ούτε ένα ίχνος στην κουζίνα; Και σα να μην έφτανε αυτό, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, κανείς δεν καταλάβαινε ότι από το σπίτι μας είχαν περάσει πάνω από 30 νοματαίοι… Ο νεροχύτης ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΟΣ… Αυτό, πάντως, δεν το έχω κληρονομήσει…
Το πρώτο κουδούνι, εκεί γύρω στις 7 το απόγευμα, ακόμα στη θύμησή του που προκαλεί ρίγη συγκίνησης θα πω και ας φανώ υπερβολική. Η χαιρετούρα άρχιζε από το κλιμακοστάσιο, ο γαλλικός καφές να μοσχομυρίζει, ο πατέρας μου πάντα χαμένος κάπου στο δωμάτιό του, εμφανιζόταν τελευταίος για να κάνει εντύπωση, μια συνήθεια που τηρεί ως και σήμερα με ευλάβεια τολμώ να πω. Όποτε τυχαίνει να φάω στο πατρικό μου, πάντα ψάχνουμε τον πατέρα μου, ενώ έχουμε ήδη τσιμπήσει την πρώτη wannabe μπουκιά. «Ε, δεν τον ξέρεις, τώρα, τον πατέρα σου;», η κλασική ατάκα της μαμάς πάνω από το τραπέζι.
Για να επανέλθω στα του ρεβεγιόν, οι κουμπάροι, οι συγγενείς, οι συνάδελφοι και φίλοι των γονιών μου, φυσικά με τα παιδιά τους, έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλο. Το σπίτι γέμιζε, το σαλόνι, η τραπεζαρία, το καθιστικό, η κουζίνα, τα παιδικά δωμάτια.
Μόνο στα μπάνια και στο δωμάτιο των γονιών μου δε βάζαμε καθίσματα… Αυτό το γεμάτο σπίτι είναι για μένα οι γιορτές των Χριστουγέννων, το τραπέζι που ποτέ δε χωρούσε τα φαγητά και τα γραφεία χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι, η ώρα που η μπουγάτσα ψηνόταν, η αντίστροφη μέτρηση. «Βασίλη, Κατερίνα, βγείτε έξω, την εικόνα μην ξεχάσετε…», εμείς οι.. γουρλήδες κάναμε ποδαρικό αν και ακόμα μαλώνω με τους γονείς μου γιατί πιστεύω ότι ποδαρικό κάνει ένας επισκέπτης και όχι ο νοικοκύρης του σπιτιού…
Η κορυφαία στιγμή έφτασε, η κοπή της βασιλόπιτας. Βέβαια, η ατάκα τύπου Παρά Πέντε, «κόψε ένα κομμάτι και για το αυτοκίνητο», που είχε έρθει (από ποιον άλλον) τον θείο μου τον Δημήτρη, ήταν νομίζω σε άλλο σπίτι, όχι το δικό μας. Και εδώ οι γονείς μου έβρισκαν λόγο να μαλώσουν, όχι κόψε πιο μικρό, όχι πιο μεγάλο κομμάτι… Η αλήθεια είναι πως μπορώ να επιδεικνύω με περηφάνεια συλλογή από φλουριά γιατί φαίνεται πως εκτός από γουρλού, είμαι και τυχερή…
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς, όσο λίγο και αν έχω κοιμηθεί, όσο ήμουν στο πατρικό μου, ξυπνούσα νωρίς να μυρίσω τον ελληνικό καφέ της μαμάς μου και να φάω ένα ακόμα κομμάτι βασιλόπιτας.
Ευχή μου και φέτος να γεμίσουμε όμορφες αναμνήσεις που θα θυμόμαστε μετά από χρόνια με χαρά, άντε και ένα δάκρυ συγκίνησης γιατί είμαστε και ρομαντικοί!