Ο Σούπερμαν και ο Φλας ζηλεύουν την ταχύτητα με την οποία αντιδράς. Φτάνεις έξω από το σχολείο και αντικρίζεις χαλάσματα.
Τα κάνεις μπάνιο, χτενίζεις τα μαλλάκια τους, φοράνε τις πιτζαμούλες τους, ίσως διαβάζετε ένα παραμύθι, τα φώτα σβήνουν, εκτός από ένα μικρό φωτάκι στον διάδρομο και τα μάτια κλείνουν. Όταν δε σε βλέπει κανείς κι εκείνα έχουν ήδη αποκοιμηθεί πηγαίνεις στο δωμάτιό τους και τα σταυρώνεις, όπως έκανε και σε σένα η γιαγιά σου. Εντάξει, παραδέξου το: όταν είναι πολύ κουρασμένα και έχουν «ξεραθεί» τσεκάρεις και αν αναπνέουν και
κάθε φορά σκέφτεσαι πόσο τρελή είσαι…
Το πρωί αρχίζει ένα σπριντ που φαντάζει μαραθώνιος. «Μη με ξυπνάς από τις 6», μουρμουρίζεις στο ξυπνητήρι σου, λες κι αυτό θα σου απαντήσει (και στο κάτω – κάτω τι φταίει;) και η μέρα ξεκινά με την ελπίδα να προλάβεις να πιεις καφέ πριν ξυπνήσουν τα «τέρατα».
Κασετίνα: τσεκ, βιβλία: τσεκ.
– Σίγουρα θυμάσαι την ορθογραφία σου;
– Αμάν βρε μαμά, το μεσημέρι να δεις που θα σου φέρω και αυτοκόλλητο!
– Ωραία…
Παγουρίνο, ταπεράκι με τυροπιτάκια που έπλασαν με τα χεράκια τους την Κυριακή και η πόρτα κλείνει.
– Ωχ! Κλειδιά πήραμε ή θα μείνω απ’ έξω μέχρι να σχολάσει ο μπαμπάς;
– Μαμά, το έχεις χάσει λίγο, ναι;
Παρκάρεις το αυτοκίνητο.
«Μην ανοίξετε τις πόρτες ακόμα, περνούν αυτοκίνητα, περιμένετε» ουρλιάζεις αυτή είναι η σωστή λέξη και να τη πάλι αυτή η τρέλα…
Φοράνε τις μασκούλες τους και χοροπηδούν σαν τα κατσίκια για να πάνε στο σχολείο. «Γεια σου, Νίκο, είδες χθες τους Παγετώνες; Εγώ πήγα στο πάρτι του ξαδέλφου μου και η τούρτα του είχε πάνω τον Σούπερμαν», οι σοβαρές συζητήσεις μόλις ξεκίνησαν.
Επιτέλους! Μπαίνεις ελεύθερη στο αυτοκίνητο, βγάζεις τον σκύλο βόλτα και αρχίζεις το μαγείρεμα. Τι έγινε μόλις τώρα; Είμαι καλά, το σπίτι στη θέση του; Παναγία μου τα παιδιά.
Ο Σούπερμαν και ο Φλας ζηλεύουν την ταχύτητα με την οποία αντιδράς. Φτάνεις έξω από το σχολείο και αντικρίζεις χαλάσματα. Η Αννούλα; Η μικρή σου είναι καλά, μόνο η καινούργια της ροζ πιάστρα με τις πεταλούδες, που μόλις χθες της είχε κάνει δώρο η γιαγιά της, θάφτηκε κάτω από τα δοκάρια.
Υ. Γ. Σε αυτό τον σεισμό δεν θάφτηκε καμία Αννούλα. Θύμα υπήρχε και αυτό δεν σβήνει. Οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποίησαν το σώμα τους ως ασπίδα για να σώσουν τα παιδιά μας που αισθάνονται και δικά τους παιδιά.
Τα σήκωσαν στα χέρια, τα ηρέμησαν, καθησύχασαν τους γονείς τους.
Είναι οι στιγμές που θέλεις να πεις «ευχαριστώ» γιατί κάποιος δεν έκανε απλώς τη δουλειά του, έδειξε ότι είναι άνθρωπος, ότι βάζει το δικό σου το παιδί πάνω ακόμα και από τον εαυτό του. Λειτούργησε το ένστικτο και το πρώτο συναίσθημα που εκδηλώθηκε ήταν η αγάπη… Τόσο απλά!
Ένα «ευχαριστώ» για αυτή την αγωνία που διέκρινες στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, για το άγγιγμα στον ώμο, το χαμόγελο γιατί όλα πήγαν καλά και δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι.
Σε αυτό τον σεισμό όλοι οι μαθητές επέστρεψαν σπίτι τους. Κανένα σπίτι παιδιού δεν βάφτηκε στα μαύρα. Όταν κοιτάς τα ερείπια αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να βγήκαν όλοι ζωντανοί και ελπίζεις ή απαιτείς να μπορείς όταν στέλνεις το παιδί στου στο σχολείο να μην φοβάσαι ότι θα θαφτεί κάτω από τους σοβάδες…