Όλα τα σημεία αναφοράς της ζωής σου θα είναι
σε λίγο βομβαρδισμένα τοπία…
Αν έπρεπε να επιλέξεις τρία πράγματα για να πάρεις μαζί σου σε ένα μακρινό ταξίδι ποια θα ήταν; Αν ήξερες ότι μπορεί να μην έχεις την ευκαιρία να επιστρέψεις ποτέ ξανά στο σπίτι σου;
Ένα άλμπουμ με φωτογραφίες; Τα στέφανα του γάμου σου; Τη λίρα που σου χάρισε η πεθερά σου όταν γέννησες το πρώτο σου παιδί;
Θα επέλεγες αντικείμενα αξίας; Αν βιαζόσουν θα έθετες σε προτεραιότητα κάτι πολύτιμο; Πολύτιμο για τους άλλους, για την αγορά, όχι για την ψυχή και την καρδιά σου; Εκείνο το δακτυλίδι που ποτέ σου δε συμπάθησες και το φορούσες μονάχα για να το δει ο ξιπασμένος συγγενής στα οικογενειακά τραπέζια και μόλις επέστρεφες σπίτι έσπευδες να το βάλεις ξανά στη θέση του; Τι το ήθελε το τόσο ακριβό δώρο αφού κατά βάθος καθόλου δε χαιρόταν με την ευτυχία σου… Όμως, αν το σκοτώσεις μπορεί να βγάλεις ακόμα και το μήνα…
Θα φρόντιζες να βάλεις στο σακίδιό σου το πρώτο cd που σου χάρισε ποτέ η κολλητή σου; Ή εκείνη την κασέτα που έγραψε ο πατέρας σου μόνο για σένα για να την ακούτε μαζί στα road trips σας… Το μαντήλι που σου πρόσφερε η γιαγιά σου όταν είχες πλαντάξει στο κλάμα επειδή κόπηκες στις εξετάσεις; Το είχες για να σου θυμίζει πως ακόμα και όταν νομίζεις ότι όλα πάνε στραβά, όλα μπορούν και να φτιάξουν αρκεί να έχεις πάντα έναν ώμο για να κλάψεις, κάποιον να σου τραγουδήσει «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις…» κι εσύ να νευριάσεις…
Πώς είσαι την ώρα που συνειδητοποιείς ότι η ζωή σου δε θα είναι ποτέ πια η ίδια, ότι δε θα έχεις την πολυτέλεια να τραγουδάς «Θέλω την παλιά μου γειτονιά…» και να περπατάς στα σοκάκια της σε κάθε σου γενέθλια; Όταν το μέρος, όπου έδωσες το πρώτο σου φιλί, το εστιατόριο, όπου σου έγινε η πρόταση γάμου, το καφέ, όπου του ανακοίνωσες ότι περιμένεις το παιδί σας; Όλα τα σημεία αναφοράς της ζωής σου θα είναι σε λίγο βομβαρδισμένα τοπία…
Όταν καλείσαι να βάλεις τα όνειρά σου όλα σε μια βαλίτσα και κάνεις όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί ηχούν οι σειρήνες.
“Φτιάξε γρήγορα την τσάντα σου, μωρό μου, και πάρε ό,τι πραγματικά έχεις ανάγκη”, είπες στον μικρό σου γιο.
Και εγώ εκεί, στον καναπέ μου, με έναν ζεστό καφέ στο χέρι να σε βλέπω. Πλάνα από σταθμούς που για λίγο γίνονται το καταφύγιό σου, μια ακόμα στάση πριν το τέρμα, ένα τέρμα που ακόμα δεν ξέρεις πού θα είναι. Στην οθόνη μου την ώρα που βουτάω το κουλουράκι μου στον καφέ και σε κοιτάζω να προσπαθείς να κρυφτείς από τα αδιάκριτα βλέμματα και πλάνα των ρεπόρτερ το βλέπω: ένα χνουδωτό χταπόδι, σε χρώμα μπλε… Το αγαπημένο παιχνίδι της κόρης μου, το προτιμήσαμε σε χρώμα ροζ, το παίρνω κι εγώ αγκαλιά όταν το βρίσκω στο κρεβάτι μου.
Η ζωή σου μέχρι χθες είναι η ζωή μου σήμερα. Τα όνειρά μου οι δικοί σου εφιάλτες. Ένας πόλεμος μας χωρίζει μόνο, λίγες ώρες, μέρες πριν ήμασταν ίδιοι, ετοίμαζες τα παιδιά για το σχολείο και μετά γραμμή για το γραφείο, το σούπερ μάρκετ και κάποια στιγμή στο σπίτι και πάλι. Το σπίτι σου τώρα είναι ερείπιο και εγώ το παρακολουθώ στις ειδήσεις των 9 την ώρα που φλέγεται.