Μήπως προλάβουμε να κλέψουμε λίγο από τη μαγική εκείνη ώρα της ημέρας, όταν ο ήλιος σβήνει στα κύματα
Αποκαμωμένη πέφτεις για ύπνο, η μέρα γεμάτη, δουλειά-λιώσιμο μπροστά στον υπολογιστή για ώρες και μετά θάλασσα (ξανά). Τα παιδιά κομμάτια, τα βάζεις με το ζόρι στο μπάνιο. Ξαπλώνεις και εκεί που αρχίζεις να φλερτάρεις με τον Μορφέα, αντιλαμβάνεσαι ότι στα σεντόνια υπάρχει άμμος. Σοκ και δέος. Όμως, ένα χαμόγελο σχηματίζεται και ας πήρε αναβολή για λίγο το ραντεβού με τον Μορφέα.
«Τι λες να κοιμηθούμε με τα αλάτια, αφού πάλι το πρωί θα πάμε για μπάνιο;» Κάπου στα 14, η πρώτη φορά που έμεινες στο παραθαλάσσιο εξοχικό της κολλητής σου. Τότε που στα κρυφά τσακίσατε όλη την τούρτα παγωτό, αλλά μονάχα τη σοκολάτα και η υπόλοιπη πετάχτηκε κάπου μακριά για να μην το πάρει χαμπάρι η μαμά της… Ήταν κι αυτό, για τα δεδομένα της ηλικίας, μια επανάσταση.
Το καλοκαίρι ήρθε, τα σχολεία έκλεισαν, η θάλασσα μάς κλείνει το μάτι κάθε πρωί που ξυπνάμε και την βλέπουμε από το μπαλκόνι, κάθε φορά που ξεφυσάμε από τη ζέστη και κάθε βραδάκι που γυρνάμε από την δουλειά. Όταν βρίσκουμε δικαιολογίες για να την κάνουμε λίγο νωρίτερα μήπως προλάβουμε να κλέψουμε λίγο από τη μαγική εκείνη ώρα της ημέρας, όταν ο ήλιος σβήνει στα κύματα.
Μια παρέα γύρω από μία φωτιά στην άμμο, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με τα εγγόνια του να απολαμβάνουν το παγωτό σε ένα παγκάκι, λεμονάδα με παγάκια, μπάνιο με το λάστιχο στην αυλή, παρέες και παγωμένες μπίρες, μπρατσάκια, σωσίβια μονόκεροι και πόζες με χαμόγελα του Τζόκερ (αυτό έχουμε, τι να κάνουμε τώρα) στις ξαπλωτούρες, κάτω από τις ομπρέλες και ας έχει νυχτώσει!
Με ή χωρίς κοροναϊό και παραλλαγές “Δέλτα”, το καλοκαίρι το φτιάχνουν οι παρέες ή τα μοναχικά απογεύματα με ένα βιβλίο στο χέρι, αυτό που κάποια στιγμή αλείφεις με Autan αλλιώς η ρομαντζάδα λήγει άδοξα. Εντάξει, η μυρωδιά ας πούμε ότι παλεύεται… (not).
Εκδρομές, γνωριμίες και γέλια με άτομα που δεν θα συναντήσεις ξανά στη ζωή σου και η λέξη που από μόνη της είναι μια εφηβεία ολόκληρη: «συναυλίες».
«Σου έχω λίστα: Παπακωνσταντίνου, Πασχαλίδης, Χαρούλης, πρόσθεσε κι εσύ ό,τι θες και κανόνισε. Σου βρήκα εισιτήριο, θα πάμε όλοι μαζί; Άντε, όμως, κλείσε γρήγορα θέση, δεν θα βρούμε… Τι πάει να πει αγχώνομαι κι εσύ θες να απολαύσεις το καλοκαίρι σου; Με ξέρεις, αφού», λέει στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η κολλητή κι εσύ γελάς. Την κοροϊδεύεις, την λες παρανοϊκή, «θα βρούμε, παιδάκι μου, με ζάλισες και είμαι στην δουλειά»… Κλείνεις, όμως, αμέσως εισιτήριο, την ξέρεις, αφού… (Και ας κρατάει μαζί της αντισηπτικά μαντηλάκια για τις μπίρες που θα πιείτε στην συναυλία του Παπακωνσταντίνου – τι αντιφατική εικόνα, Θεέ μου!)