Τις τελευταίες ώρες, ανακυκλώνεται μια συζήτηση για τον αφοπλισμό της Κρήτης, για να μπει ένα τέλος στο φαινόμενο της οπλοκατοχής, που αναμφίβολα είναι βαθιά πληγή που δεν κλείνει, όπως άλλωστε περίτρανα απέδειξε η τραγωδία με τα Βορίζια.

Αφού λοιπόν όλοι αντιλαμβάνονται ότι το κακό έχει παραγίνει και είναι αδιανόητο να υποθηκεύεται το μέλλον του τόπου μας, να θέσω ευθέως το πολλαπλό ερώτημα: Έστω ότι σε 10 μέρες, μπορούν να εξαφανιστούν ως δια μαγείας όλα τα παράνομα όπλα από το νησί… λύθηκαν τα προβλήματά μας; Επανήλθαμε στην κανονικότητα;

Πατάξαμε τη διαφθορά; Καθαρίσαμε με την παρανομία; Προφανώς και όχι… Διότι τα όπλα πάνε σετάκι με μια παραβατικότητα, που ξεκινά από την ανάγκη για εύκολο χρήμα, που καλλιεργήθηκε με όλους τους δυνατούς τρόπους και άνθισε και θέριεψε και στον τόπο μας, και τώρα μας πνίγει.

Οι παράνομες επιδοτήσεις, διαχρονικά, ήταν το φυτώριο της διαφθοράς της κοινωνίας, που όταν κάποιοι μιλούσαν γι’ αυτό και προειδοποιούσαν για το τι έρχεται, όλοι τους αντιμετώπιζαν ως γραφικούς, για να μην πω εχθρούς της ανάπτυξης του τόπου. Υπήρξε ένας ολόκληρος μηχανισμός που εκπαίδευσε τον κόσμο στην παράνομη επιδότηση, που επιβραβεύτηκε πανηγυρικά… ως αξία…

Ο μέχρι χθες δουλευτής που έβγαζε χρήμα με τον ιδρώτα του προσώπου του, έγινε το κορόιδο, που δεν αξιοποιεί τις ευκαιρίες, έναντι του «έξυπνου» που ξέρει να καλαποδιάζει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις και να παντελονιάζει αδούλευτο χρήμα.

Άνθρωποι που χωρίς να παίξουν σκαπετιά, βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη με τεράστιες περιουσίες και αντί να είναι αντιπαράδειγμα για το πώς εξελίσσεται ένας άνθρωπος, έγιναν αξιακά είδωλα και αντικείμενα θαυμασμού για την επιτυχία τους στο εύκολο χρήμα. Και πώς να μην είναι… ]

Αφού σε κάθε παραβατικό παραστράτημα, είχαν δίπλα τους τον βουλευτή, τον αυτοδιοικητικό, τον τοπικό παράγοντα, τον μηχανισμό του «βαθέος» κράτους, που ξελασπώνει και καθαρίζει για πάρτη τους, με ό,τι και αν λερωθούν.

Με το παραγοντιλίκι του τόπου τσουγκρίζουν τα ποτήρια στα ρακοκάζανα, χαριεντίζονται, αυτοθαυμάζονται για τα κατορθώματά τους και πορεύονται πάντα με κοινό σταυρό στο χέρι την κρίσιμη ώρα της κάλπης. Αυτός είναι ο μηχανισμός μιας καλοκουρδισμένης μηχανής, που ρολάρει τόσο πειθήνια και υποταχτικά δίπλα στα πίτμπουλ της εξουσίας, που τρώνε τις σάρκες του ελληνικού λαού, που δεν έχει λεφτά να βγάλει το μήνα, δεν έχει χρήματα να σπουδάσει τα παιδιά του, τρέμει να μην αρρωστήσει και χάσει την αξιοπρέπειά του στα διαλυμένα από την υποστελέχωση και υποβάθμιση δημόσια νοσοκομεία, έχει πάθει κατάθλιψη από την ακρίβεια και λιώνει από την εργασιακή υπερεκμετάλλευση…

Και εδώ που φτάσαμε, άραγε ποια είναι η λύση; Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να διαλέξουμε πλευρά και να απαντήσουμε στο προαιώνιο βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό ερώτημα: Με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε;

Το σίγουρο είναι ότι τώρα πια, ξέρουμε πολύ καλά τα χαέρια μας με τα παρεάκια του «ήντα μρε ξανοίγεις» και το παραγοντιλίκι της πολιτικής σκουριάς, που περιβάλλει με τόσο θαυμασμό τη λακωνικότητα του απειλητικού κυνισμού τους, με την οποία χρόνια τώρα πορεύονται. Μια απόφαση είναι που θα κρίνει το μέλλον μας ως κοινωνία. Κόβουμε τα σχοινιά και αλλάζουμε πορεία…