Κυριακή πρωί, περπατούσα κατά μήκος της Δημοκρατίας με κατεύθυνση προς πλατεία Ελευθερίας. Στον δρόμο κυκλοφορούσαν αγουροξυπνημένοι μπαμπάδες που ψιθύριζαν γλυκόλογα στα μωρά τους, καθώς κατευθύνονταν με τα καρότσια στο πάρκο Γεωργιάδη και παραδίπλα ζευγαράκια πιασμένα σφιχτά από τους ώμους κατέβαιναν στο κέντρο για πρωινό καφέ.
Φτάνοντας στο σημείο όπου σταθμεύουν τα τουριστικά λεωφορεία, εκεί ακριβώς που αποβιβάζονται καθημερινά εκατοντάδες τουρίστες, άκουσα τον ήχο νερού που πέφτει στο έδαφος και πρόσεξα ότι υπήρχε διαρροή από την πλευρά του τείχους.
Πλησίασα και διαπίστωσα ότι κατά μήκος της νησίδας του τείχους που είχε φυτευτεί κάποτε στο μακρινό παρελθόν, είχε τοποθετηθεί ένα λεπτό λάστιχο άρδευσης το οποίο στην αρχή του, κάπου είχε φράξει.
Το νερό δεν μπορούσε να προχωρήσει για να ποτίσει όλο το μήκος της νησίδας και επειδή δεν έβρισκε άλλη έξοδο έπεφτε στον δρόμο. Το μικρό τμήμα της νησίδας που ποτιζόταν είχε αγριόχορτα και η πλευρά που δεν ποτιζόταν (που είναι η μεγαλύτερη σε έκταση), είχε ξεραμένα φυτά ανάκατα με σκουπίδια.
Από τη μια το νερό που χανόταν, από την άλλη οι ξεραμένες φυτεύσεις ανάκατες με σκουπίδια, είναι μόνο ένα μικρό «κλικ» της παρακμής της καθημερινότητάς μας που έχει τόσες διαστάσεις, πτυχές και επίπεδα σε αυτήν την πόλη.
Είναι πραγματικά σκέτη ειρωνεία, δίπλα ακριβώς στην πλατεία Ελευθερίας στην οποία διατέθηκαν τόσα χρήματα για να γίνουν έργα αποκατάστασης, και μπροστά ακριβώς από το σημείο αποβίβασης εκατοντάδων τουριστών να μην έχει γίνει η απλή σκέψη για τον ευπρεπισμό και τη φροντίδα του πρασίνου.
Και το χειρότερο από όλα, είναι ότι η κατάσταση αυτή αναπαράγεται σε ολόκληρη την πόλη, όπου το πράσινο αντιμετωπίζεται με όρους διεκπεραίωσης, με αποτέλεσμα να έχει περιέλθει σε μια κατάσταση τραγική. Και δεν αγγίζω καθόλου το θέμα των ψηλών δέντρων, διότι εκεί διαπρέπουμε στις ανηλεείς κοπές.
Αναφέρομαι στις διάσπαρτες χαμηλές φυτεύσεις πρασίνου που αναπτύσσονται σε ολόκληρη την πόλη, που βρίσκονται σε μια άθλια κατάσταση, αφού καταστρέφονται από διάφορες ασθένειες και ζωικούς εχθρούς, με αποτέλεσμα να αργοπεθαίνουν.
Υπάρχουν φυτά σε διάφορα σημεία της πόλης που είναι τόσο εγκαταλελειμμένα και τόσο παραδομένα στα παράσιτα, στη μούχλα και σε μύκητες, που σφίγγεται η καρδιά σου από την κατάντια τους.
Και βέβαια για την κατάσταση αυτή, δεν μπορείς να ζητήσεις τα ρέστα από τη δραματικά υποστελεχωμένη Υπηρεσία Πρασίνου, η οποία πεισματικά δεν ενισχύεται με μόνιμο προσωπικό, διότι στη Λότζια υπάρχει ταμπού στη στήριξη του δημοσίου τομέα.
Το κομβικό ζήτημα είναι ότι όλα αυτά τα κρίσιμα θέματα δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά, με ευθύνη αυτών που τα βάζουν κάτω από το χαλάκι, και επιδίδονται στην εύκολη λύση της ανάθεσης εργασιών σε ιδιώτες, με χρήματα που βγαίνουν από τις δικές μας τσέπες, μέσα από τα δημοτικά τέλη τα οποία πληρώνουμε.
Και βέβαια, το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι, δυστυχώς, ενώ μας αναγκάζουν να πληρώνουμε ξανά και ξανά, τελικά δεν απολαμβάνουμε την ποιότητα των υπηρεσιών που όφειλαν να μας έχουν εξασφαλίσει.
Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα τούτης της πόλης που καμώνεται για «έξυπνη» και δυστυχώς έχει χάσει τον αυτοσεβασμό της από τις μεγαλοστομίες, τον μεγαλοϊδεατισμό και το ναρκισσιστικό μεγαλείο του κενού πολιτικού λόγου χωρίς αντίκρισμα…