Το καλοκαίρι που σε λίγο ξεκινά, προβλέπεται δύσκολο. Πολλά τα θέματα που εκκρεμούν και αφορούν τον τόπο και κατά συνέπεια και τους πολίτες του, την Ελλάδα, την Κρήτη, το Ηράκλειο. Ανοιχτά μέτωπα από παντού και η διαχείριση όλο κάπου χάνεται, χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει ούτε το άμεσο αλλά ούτε και το απώτερο μέλλον.
Μέσα στον κυκεώνα των πληροφοριών και των αναζητήσεων που κατακλύζουν τους πολίτες, όλοι φαίνεται να χρειάζονται μια ανάσα καλοκαιρινή, ένα αεράκι που να δροσίζει όχι μόνο κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Μια δροσερή θάλασσα, ένα σκιερό δάσος και χρόνο. Χρόνος – μαγική λέξη για όλα. Ιδιαιτέρως δε και για την πολιτική όπου οι συνδυασμοί των χρόνων κάνουν τη συγκυρία.
Αλλά πραγματικά, μαζί με τον χρόνο χρειάζεται και καθαρή οπτική, την οποία ο καταιγισμός διαφορετικών πραγμάτων δεν αφήνει να γίνει όσο καθαρή πρέπει. Έτσι το καλοκαίρι ξεκινά με πολλά και σοβαρά προβλήματα, αλλά κυρίως εκκρεμότητες για το Προεδρικό Διάταγμα που αφορά στους οικισμούς, τα έργα που δεν τέλειωσαν, τα σκουπίδια, το νερό που δεν φτάνει, την κλιματική κρίση κι όσα αυτή φέρνει.
Όταν όμως οι μνήμες μας γυρνούν πίσω, χαλαρώνουμε σε ‘κείνα τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων. Εκείνα τα καλοκαίρια είχαν παιχνίδι, πολύ παιχνίδι, αφόρητη ζέστη στον κάμπο της Μεσσαράς και παρέες που ξεκινούσαν νωρίς το πρωί και δεν τέλειωναν ως αργά τη νύχτα. Νωρίς το πρωί σηκωνόμαστε, για να μη χάσουμε τη μέρα και μετά από ένα γρήγορο πρωινό, συνήθως γάλα προβάτου ή κατσίκας με ένα σπιτίσιο παξιμάδι.
Μετά όλα τα παιδιά ξεχυνόμασταν στους δρόμους, αν δεν μας έπαιρναν τα χωράφια. Χορταίναμε παιχνίδι, κυνηγητό, σκλαβιά, καλόγερο, σκοινάκι και αυτοσχέδιους αγώνες. Μόλις η μέρα ζέσταινε καλά, γυρίζαμε στο σπίτι για φαγητό που συνήθως ήταν πρόχειρο και ελαφρύ. Μετά υποτίθεται πως πηγαίναμε για ύπνο, πολλές φορές στον οντά του παππού. Εκεί προσπαθούσαμε να παίξουμε πιο ήσυχα παιχνίδια, αλλά πού; Τη γειτονιά ξεσηκώναμε.
Τα απογεύματα πάλι παίζαμε και πιο βράδυ, λίγο πριν το σούρουπο. η γιαγιά έβαζε στην παρασιά της αυλής τη μεγάλη τηγάνα. Εκεί οι τηγανιές με τις ροδοκοκκινισμένες, χοντροκομμένες πατάτες ήταν πολλές, αφού πολλά ήταν και τα εγγόνια. Και η γιαγιά τηγάνιζε. Όταν νύχτωνε όλο το χωριό γινόταν μια μεγάλη βεγγέρα. Οι άντρες στα καφενεία κι οι γυναίκες στις αυλές.
Εμείς τα παιδιά καθόμασταν στα κατώφλια που έκαιγαν ακόμα από τη ζέστη της μέρας. Τι γέλια ήταν αυτά; Τράνταζε το χωριό. Και βλέπαμε τα αστέρια κι οι γιαγιάδες μάς έλεγαν πως στο φεγγάρι είναι το σπίτι του Θεού. Στο σχολειό μαθαίναμε άλλα, αλλά δεν τα λέγαμε. Πιστεύαμε πως εκεί ήταν ο Θεός. Πώς να χαλάσουμε και το όνειρο τής γιαγιάς, που όλη μέρα μας ντάντευε;
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα, εκείνα τα καλοκαίρια μας λείπουν. Όπως μας λείπουν κι οι άνθρωποι που έκαναν τη ζωή μας ξένοιαστη, εύκολη και χαμογελαστή. Πιο πολύ μας λείπει όμως η προοπτική. Γιατί τέτοια καλοκαίρια μάλλον δεν θα τα ξαναζήσουμε.