Ποιος είπε ότι το πάνω Μεραμπέλλο είναι αντιτουριστικό; Τρίτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη, το Σάββατο συννεφιασμένο, η θερμοκρασία ώρες-ώρες ιδανική και τα μποφόρ που εισβάλλουν από τα ανοικτά παράθυρα του αυτοκινήτου, να καταργούν κάθε ανάγκη μηχανικού κλιματισμού.
Ανεβαίνοντας τις πρώτες στροφές μετά τον Νηκιθιανό και παρακάμπτοντας ένα βαρύ μηχάνημα από τις εργασίες στον ΒΟΑΚ, που είχε εισβάλει στον επαρχιακό δρόμο, αρχίζει η απόλαυση της διαδρομής, στο ξηρικό και άγριας ομορφιάς πέτρινο τοπίο. Η αυξημένη κίνηση όσο διαρκούσε η ανάβαση, διαψεύδει όσους θεωρούν ότι το πάνω Μεραμπέλλο δεν μπορεί να προσελκύσει τουρίστες.
Η μυρωδιά του φασκόμηλου, το κτηνοτροφικό τοπίο με τις πρόχειρες μάντρες και τα κοπάδια μέσα στα φραχτά, τα εκκλησάκια και τα μοναστήρια (ερειπωμένα και μη), τα… κτισμένα όρια των χωραφιών και της χαλέπας με εκατομμύρια πέτρες, τα μικρά χωριουδάκια και τα μεγαλύτερα που άντεξαν στον χρόνο, είναι ο καμβάς ενός σφαιρικού πίνακα που αποτυπώνεται στο μυαλό του επισκέπτη.
Κάποιοι τεράστιοι «καθρέπτες» που εγκαταστάθηκαν εσχάτως, για να μετατρέψουν τον ήλιο σε ενέργεια, στο βωμό της α λα καρτ πράσινης μετάβασης, είναι η άσχημη λεπτομέρεια που δεν αφήνουμε να μας χαλάσει μια όμορφη διαδρομή. Μια που τα είδαμε, μια που τα ξεχάσαμε, έχοντας μπει κιόλας μέσα στο Καστέλλι.
Το «Βολόσυρο» και τα παραπάνω καφενεία, έχουν στρώσει ήδη τα τραπέζια τους, περιμένοντας θαμώνες και περαστικούς. Το ίδιο και στη γειτονική Φουρνή, το πιο ζωντανό χωριό της περιοχής, που φημίζεται για τον μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών που έβγαλε τα τελευταία 100 χρόνια και για τη μεγάλη κατανάλωση ρακής στα καφενεία του.
Μην έχετε καμία αμφιβολία, η παραγωγή των εκπαιδευτικών έχει να κάνει με τις πέτρες… Κάθε παιδί μόλις αρχίσει να αντιλαμβάνεται τον πέτρινο κόσμο γύρω, του ψελλίζει αβίαστα: Καλιά στα γράμματα! Γράμματα σπουδάγματα…
Βγαίνοντας από τα γραφικά σοκάκια της Φουρνής με την πελώρια εκκλησία, η ανάβαση συνεχίζεται σε χαμηλές ταχύτητες και χωρίς διλλήματα. Η διασταύρωση προβάλλει στον δρόμο μας και ασυζητητί απορρίπτεται η δεξιά εκτροπή που οδηγεί στα τουριστικά θέρετρα της Ελούντας και της Πλάκας.
Όχι άλλα ένσημα στις περιοχές του μαζικού τουρισμού… Το αυτοκίνητο σα να στρίβει μόνο του αριστερά προς τη Μονή Αρετίου, που απέχει κάποια χιλιόμετρα ακόμα. Επόμενο χωριό, οι Δοριές με το ερειπωμένο σχολείο και τη σχεδόν άδεια λιμνοδεξαμενή. Ξηρικό το τοπίο, ξηρικά και τα έτη, πόσο να αντέξει κι αυτή;
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω ένα μουσικό καφενείο, που το είχα κυκλώσει από την τελευταία Μεγάλη Παρασκευή, αλλά το αφήνω για την επιστροφή. Το Καρύδι απέχει μια ανάσα και το (καφενείο) «Αρέτι» μοιάζει κλειστό, λόγω μεσημεριού.
Στον δρόμο που οδηγεί στην ξακουστή Μονή της Καρδαμούτσας, που έχω την αίσθηση ότι λειτουργείται (πια) μόνο του Τιμίου Σταυρού, ένα φυσικό εμπόδιο από μια κατασκευή που προσπαθούν να συναρμολογήσουν κάποιοι νεαροί του χωριού, αποπαίρνει τη σκέψη της επίσκεψης στο ιστορικό μοναστήρι.
Εξάλλου η Μονή Αρετίου κοντοζυγώνει. Ο Ευμένιος από το κελί του εποπτεύει τον χώρο και το ησυχαστήριο και κατεβαίνει να υποδεχτεί τους επισκέπτες, που, ωστόσο, ανάβουν ένα κερί στο εκκλησάκι του Λαζάρου και στη χάρη της Αγίας Τριάδας. Χαζεύοντας τα τεράστια κλουβιά με τα πτηνά, φτάνει ο καλοσυνάτος μοναχός. «Πόσοι είστε εδώ;», τον ρωτάω μετά τις συστάσεις. «Γράψε ό,τι θωρείς», μου αποκρίνεται!
Φεύγοντας από το μοναστήρι ακολουθώ τον δρόμο του βορρά, αυτό που θα με βγάλει στη θάλασσα. Στη διαδρομή βλέπω δυο κόκκινες ερπιστριοφόρες με σφύρα, που σπάνε πέτρες τουλάχιστον 25 χρόνια, περίπου στο ίδιο σημείο! Έχουν γίνει ντεκόρ και αυτές.
Προχωρώντας η θάλασσα φαίνεται όλο και καλύτερα, όλο και μεγαλύτερη. Φτάνω στον Σκινιά, που σαν να έχει ανακάμψει και αυτός. Χωρίς στάση ξεκινώ την κατάβαση. Το βόρειο κρητικό πέλαγος καλύπτει όλο τον ορίζοντα. Κάποια σπίτια κατά μήκος της βραχώδους ακτής αποτελούν τον οικισμό Βλυχάδια.
Φτάνοντας στο τέρμα, αντιλαμβάνομαι ότι ποτέ μου δεν έχω βρεθεί σε τόσο αγριεμένη θάλασσα. Ο κυματισμός, τα βράχια και τα χαράκια στο ξερό τοπίο, συνθέτουν μια άγρια εικόνα. Εκεί καταλαβαίνεις τον στίχο «η θάλασσα λυσσομανά, το κύμα της αφρίζει».
Προχωρώντας στη μοναδική προσβάσιμη παραλία, το Αυλάκι, στην έξοδο ενός φαραγγιού, δεν φαίνεται ούτε θάλασσα, ούτε βυθός. Μόνο αφρός, ένα παλλόμενο, αγριεμένο, λευκό πάπλωμα. Στον δρόμο της επιστροφής υπάρχει μια στάση που αξίζει να κάνετε. Δοριές, στο μουσικό καφενείο που λέγαμε, με την κοινότυπη επωνυμία «Τα φιλαράκια».
Όχι δεν λαθέψαμε, ένας θησαυρός στη μέση του πουθενά, που γέμισε κόσμο στο άψε-σβήσε. Και ο χώρος και η κουζίνα του και η συμπεριφορά του ζευγαριού και της κόρης που το δουλεύουν, δείχνουν ότι πρόκειται για κάτι πολύ μερακλίδικο. Η ζεστή κολοκυθόπιτα, τα σκιουφιχτά με την άγρια κατσίκα που είχε πιάσει στη Θρυπτή ο «Καπύρης» και η μοναδική πορτοκαλόπιτα με το καραμελωμένο παγωτό, συν κάτι πιατάκια – κεράσματα, το ροζέ κρασί και τη ρακή, διέλυσαν κάθε αμφιβολία του μυαλού και του ουρανίσκου.
Και όλα αυτά συνοδεία Μάλαμα και Χαΐνηδων, σε χαμηλή ένταση. Και ένα ζευγάρι Γάλλων στο διπλανό τραπέζι, να γλύφει πιάτα και δάκτυλα!