Είναι κάποια γεγονότα που λειτουργούν ως η «φωτιά» που πυροδοτεί τα φυτίλια της ψυχής μας. Κάπως έτσι έγινε όταν προ ολίγων ημερών, εγώ κι όλη η Ελλάδα, είδαμε τον Κώστα Θεολόγο.
Ήταν εκείνος ο κτηνοτρόφος με την αγωνία στα μάτια, που έκλαψε για τα 450 πρόβατά του που θανατώθηκαν εξαιτίας της ευλογιάς που πλήττει τη χώρα μας. Αλλά τελικά όσο κι αν το πάλευε, δεν άντεξε. Κατέληξε στο νοσοκομείο με συμπτώματα εγκεφαλικού.
Και ξαφνικά το μυαλό μου γύρισε δεκαετίες πίσω, όταν ο αείμνηστος πατέρας μου είχε φυτέψει δέκα στρέμματα καρπούζια στη Μεσσαρά. Όπως όλοι οι αγρότες και όλοι οι κτηνοτρόφοι, φρόντιζε την «περιουσία» του σαν και τα παιδιά του. Αλλά η χρονιά δεν πήγε καλά, όσο καλή κι αν ήταν η καλλιέργεια. Δεν πουλιούνταν τα καρπούζια. Στην αρχή, με όλα τα κουράγια που του είχαν απομείνει, πήγαινε και τα φρόντιζε και τα καμάρωνε. Μετά από μια βδομάδα, η διάθεσή του άλλαξε.
Σηκώθηκε ένα πρωί και χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, πήγε στο χωράφι. Εκεί έβαλε το τρακτέρ με τα αλετράκια κι άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω, καταστρέφοντας ο ίδιος τον κόπο του.
Σε λίγη ώρα καρπουζιές, καρπούζια και χώμα, είχαν γίνει ένα. Χωρίς να κόψει ούτε ένα καρπούζι για το σπίτι. Σώθηκαν και τα κουράγια και οι αντοχές του, και για καιρό αυτός ο χαρούμενος άνθρωπος έγινε «στυφής» και με θολό βλέμμα.
Επειδή όμως η ζωή πάντα μας πάει πάνω, επανήλθε μετά από καιρό από τη θλίψη του. Δύο πράγματα όμως δεν συνέβησαν ποτέ ξανά στη ζωή του. Δεν ξαναφύτεψε καρπούζια και δεν έφαγε ποτέ ξανά.
Θυμήθηκα ακόμα τις ξαφνικές μπόρες την εποχή του τρυγητού και όταν οι σταφίδες ήταν ακόμα απλωμένες στα χωράφια για να ξεραθούν. Κανονικός… πόλεμος με ανθρώπους που έτρεχαν στους οψιγιάδες να σώσουν ό,τι μπορούσαν. Πολλές φορές τους είδα λασπωμένους χωρίς σοδειά και με την απελπισία στα μάτια.
Θυμήθηκα και τον εαυτό μου, που όταν πήγαινα στο Λύκειο άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Το θερμοκήπιό μας ήταν δύο χιλιόμετρα πιο πέρα και οι γονείς μου ήταν στο Ηράκλειο για να δουν κάποιο γιατρό. Έτρεξα γρήγορα και έκλεισα τα παράθυρα, δένοντάς τα. Στο τελευταίο βήμα, ευχαριστημένη και ικανοποιημένη για τα όσα είχα καταφέρει, διαπίστωσα ότι και τα δύο μου πόδια είχαν βουτήξει στη λάσπη ως το γόνατο.
Στο χωριό μου είδα πολλές θεομηνίες να καταστρέφουν τον κόπο της χρονιάς, πολλές σοδειές να χάνονται και ανθρώπους να ζουν διακονεύοντας από τον διπλανό τους, μέχρι να ξαναβγάλουν λεφτά.
Και όταν αυτές τις μέρες κάποιοι βρίζουν τους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα, τους ανθρώπους που παλεύουν με τη γη, με τις αρρώστιες και τα στοιχειά της φύσης, θέλω να τους ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι.
Και θα ήθελα να προτρέψω και τους υπόλοιπους, να ψάξουν να βρουν τους προγόνους τους, αγρότες και κτηνοτρόφους. Όλοι στην Κρήτη έχουμε τέτοιους, που τελικώς δεν έγιναν πλούσιοι ούτε από παράνομες επιδοτήσεις ούτε από άλλες ρεμούλες. Έφυγαν με τα χέρια ροζιασμένα, τα σώματα κουρασμένα αλλά το κούτελο καθαρό. Για να μας επιτρέψουν εμάς σήμερα να κάνουμε κριτική από τους καναπέδες.