Η είδηση για την επερχόμενη τουριστική επένδυση στο ειδυλλιακό σκηνικό της Τριόπετρας, στο νότιο Ρέθυμνο, προκάλεσε αίσθηση. Είναι οι σχεδόν ατόφιες ακόμα φυσικές ομορφιές της νότιας Κρήτης, που έχουν μια διάσταση εμβληματική στο μυαλό όσων έχουν μείνει να κυνηγούν το λίγο πιο απόμακρο και απόμερο, το πιο ήσυχο και -γιατί να μην το παραδεχτούμε- το λιγότερο «πολιτισμένο».

Ταυτόχρονα όμως, η προοπτική δημιουργίας μιας σύγχρονης και μεγάλης τουριστικής εγκατάστασης στα νότια παράλια της Κρήτης, που έρχεται να προστεθεί σε αρκετές που αναπτύσσονται και σχεδιάζονται στις ανατολικές και δυτικές εσχατιές του νησιού, αλλά και σ’ άλλα νησιά και σημεία της χώρας που μέχρι πρότινος θεωρούνταν απρόσιτα στον μαζικό τουρισμό, δημιουργεί ερωτήματα και εγείρει συζητήσεις.

Η τουριστική βιομηχανία είναι εδώ και καιρό με διαφορά ο ισχυρότερος πυλώνας της εθνικής μας οικονομίας. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ήδη χαρακτηρίζουν τον τουρισμό «μονοκαλλιέργεια». Έχουμε, αλήθεια, μια σαφή αντίληψη σήμερα, σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, για τις τάσεις της τουριστικής ανάπτυξης μέσα στο κάδρο της ελληνικής οικονομίας και παραγωγής; Δεν είναι σαφές ότι έχουμε πλήρη συνείδηση των μεγεθών και κυρίως των τάσεων εξέλιξής τους.

Δεν αναφέρομαι στον επιχειρηματικό κόσμο, είμαι βέβαιος ότι οι συλλογικοί φορείς των τουριστικών επιχειρήσεων έχουν καλή αντίληψη των πραγμάτων, είναι ίσως οι μόνοι που έχουν. Αναφέρομαι στην κοινωνία και στην πολιτεία, σε τοπική και συνολική κλίμακα.

Ξέρουμε πόσοι τουρίστες «χωράνε» στην Κρήτη, πού και πώς θα φιλοξενούνται και με ποιους όρους θα αναπτυχθούν οι υποδομές που θα τους φιλοξενούν όσο αυτοί αυξάνονται – γιατί προφανώς και θα αυξάνονται.

Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι οι αιρετοί μας αντιπρόσωποι έχουν επεξεργαστεί ξεκάθαρες απαντήσεις για όλα αυτά, πολύ περισσότερο δεν έχουμε σαφή εικόνα όλοι εμείς στην κοινωνία. Κι όμως, θα έπρεπε να βλέπουμε μπροστά και να προετοιμάζουμε τον τόπο και την κοινωνία για τη διεύρυνση της ήδη σφύζουσας τουριστικής κίνησης.

Γιατί αν δεν τεθούν όλα αυτά τα κρίσιμα θέματα έγκαιρα και αν δεν συζητηθούν με ειλικρίνεια και σαφήνεια, σύντομα η κοινωνία θα αρχίσει να τέμνεται επικίνδυνα ανάμεσα σε όσους επισπεύδουν την ανάπτυξη και σε όσους θέλουν να την ανασχέσουν.

Ασφαλώς ποτέ δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε όλοι σε όλα, ούτε και είναι το ζητούμενο αυτό. Πρέπει όμως όλοι να έχουμε σαφή αντίληψη του διακυβεύματος, να έχουμε μια διαυγή όσο γίνεται πρόσβαση στα δεδομένα και τις προϋποθέσεις της αναπτυξιακής δυναμικής και να μπορούμε να τοποθετηθούμε, κοινωνικά, αλλά ασφαλώς και πολιτικά, πάνω σε αυτά τα ζητήματα, ώστε να αποκτήσουμε μια ξεκάθαρη εικόνα της πορείας που βαδίζουμε.

Η κοινωνία έχει τις δικές της προτεραιότητες και ξέρει να τις ιεραρχεί, πολύ περισσότερο από ό,τι νομίζουμε. Χρειάζεται όμως να έχει και τα δεδομένα που θα τις επιτρέψουν να κρίνει. Αν, για παράδειγμα, οι τουρίστες που έρχονται στην Κρήτη πρόκειται να αυξηθούν σημαντικά μέσα σε κάποια χρόνια, αυτό δεν μπορεί να προκύψει ως φυσικό φαινόμενο – γιατί δεν είναι. Πρέπει να έχει συζητηθεί και να έχει οριοθετηθεί, με όρους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς.

Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει σήμερα ζήτημα υπερτουρισμού με απόλυτους αριθμητικούς όρους, είναι σαφές αυτό. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν στρεβλώσεις στην τουριστική ανάπτυξη, και ότι δεν αναπτύσσονται κοινωνικές άμυνες, οι οποίες μπορεί να μην είναι και καθόλου παράλογες.

Το να μπαίνουν όλα αυτά βολικά κάτω από ένα πολύχρωμο παραδοσιακό υφαντό χαλί και να προχωράμε χωρίς να συζητάμε για τα ζητήματα που προκύπτουν, έχει όρια. Ανάπτυξη χωρίς κοινωνική συνοχή και συναίνεση δεν προκύπτει στις δημοκρατίες.

Και κανένα χαλί δεν είναι αρκετά μεγάλο ή αρκετά όμορφο για να καλύψει μια κοινωνία που αποφασίζει να αντιδράσει. Ας μην αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους…