Μνήμες ζωντανές και νωπές, 51 χρόνια μετά την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο, ξεπηδούν από το μυαλό μου. Άλλωστε, τα σημαντικά γεγονότα καταγράφονται στο μυαλό των παιδιών τόσο έντονα, που δεν μπορούν να τα ξεχάσουν ποτέ.
Και είναι πραγματικά σαν να μην πέρασε μια μέρα, καθώς όχι μόνο οι σκέψεις «στοιχειώνουν», αλλά και γιατί η πληγή που άνοιξε δεν έκλεισε. Δεν έκλεισε όχι μόνο στη μνήμη τη δική μου, όχι μόνο στη συλλογική μνήμη, αλλά δεν έκλεισε και στην πραγματικότητα, αφού το Κυπριακό όχι μόνον παραμένει άλυτο, αλλά μοιάζει σαν να μη συζητά γι’ αυτό κανείς πια.
Όμως οι μνήμες είναι ζωντανές. Ήμουν 9 χρονών και όπως κάθε Σάββατο, είχαμε πάει στο παζάρι των Μοιρών για τα ψώνια της εβδομάδας. Ξαφνικά, μέσα στην αφόρητη ζέστη, άκουσα πρώτα ένα βουητό και την λέξη «επιστράτευση» να περιφέρεται -με τρόμο- από το ένα στόμα στο άλλο.
Άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν αλλόφρονες πάνω-κάτω, οι γυναίκες προσπαθούσαν να μαζέψουν τα παιδιά τους και οι άντρες έψαχναν να δουν πού θα πάνε. Εγώ δεν καταλάβαινα τι θα πει αυτό, ούτε που θα πήγαιναν και συνεχώς ρωτούσα τη μητέρα μου, που έτρεχε δίπλα μου (η αλήθεια είναι πως δεν ξέραμε που πηγαίναμε), τι θα πει «επιστράτευση».
Τα ‘χε χαμένα μάλλον, γιατί έξι φορές μού απάντησε πως «επιστράτευση», θα πει «επιστράτευση». Την έβδομη φορά που ρώτησα, μια γριά που βρέθηκε κοντά μου είπε πως «επιστράτευση» θα πει «πόλεμος». Ασυναίσθητα άρχισα να ουρλιάζω, η δασκάλα μου είχε πει πως ο «πόλεμος» είναι κακό πράγμα.
Χρειάστηκε να μου ρίξουν νερό για να σταματήσω τα ουρλιαχτά την ώρα που φθάσαμε σε ένα παλιό λεωφορείο, εμείς και μιλιούνια άλλοι, για να μας πάει στο χωριό μας. Όμως ο οδηγός έλεγε πως, «ήταν επιταγμένο από τον ελληνικό στρατό».
Με την παρέμβαση ενός αστυνομικού μάς έχωσαν, ίσαμε 100 γυναίκες και παιδιά, στο λεωφορείο που είχε 32 θέσεις καθήμενων, και μας πήγε στο χωριό μας, κάνοντας το τελευταίο δρομολόγιο πριν την επίταξη.
Το βράδυ κάναμε όπως-όπως το γάμο της θείας μου, σε ένα τραπέζι φτωχικό, αφού τα τρόφιμα σε λίγες ώρες έγιναν είδος προς εξαφάνιση και το πρωί ο γαμπρός παρουσιάστηκε στον στρατό.
Αν δεν το έχεις πραγματικά ζήσει, στη σημερινή εποχή της αφθονίας, δεν μπορείς να αντιληφθείς την έννοια αλλά και την ψυχολογία του πολέμου στις αγορές. Πηγαίναμε στο μπακάλικο του χωριού, ένας-ένας, όλη η οικογένεια να πάρουμε από ένα πακέτο μακαρόνια (γιατί τόσο μας έδιναν), για να κάνουμε τον γάμο.
Την ίδια ώρα οι νοικοκυρές, αλλά και οι άνδρες που δεν είχαν επιστρατευτεί, ζητούσαν τη βοήθεια των παιδιών για να αποθηκεύσουν λάδια, όσπρια και ό,τι άλλο μπορούσαν. Οι πιο μεγάλοι διηγούνταν τρομακτικές ιστορίες από την κατοχή και την πείνα και μας έκαναν να ξυπνάμε με εφιάλτες και πόνους στο στομάχι τα βράδια.
Τις επόμενες μέρες έβλεπα τους θείους μου και τους χωριανούς μου με στολές, να πηγαίνουν πάνω κάτω και τους γηραιότερους, που δεν πήγαν στον στρατό, να κρατούν κατηφείς τα κεφάλια τους, να ακούνε ραδιόφωνα και να κουβεντιάζουν.
Ήταν η περίοδος της ζωής μου που είδα τα περισσότερα κλαμένα μάτια χωρίς να πεθάνει κανείς. Αλλά εκείνο που με έκαιγε ήταν πως, όπως έγινε βιαστικά ο γάμος, η νύφη δε φόρεσε νυφικό και φυσικά ούτε εμείς τα παρανυφάκια, τα παρανυφιάτικα.
Υστερόγραφο: Η μόνη από τους ενήλικες της οικογένειας που βρίσκεται πια στη ζωή, είναι η νύφη εκείνης της επιστράτευσης, που έχει περάσει τα 80 της χρόνια και ευτύχησε να κρατήσει δισέγγονα στα χέρια της. Όταν σε μια συνάντησή μας τη ρώτησα αν θυμάται, με κοίταξε ίσια στα μάτια με ένα διαπεραστικό βλέμμα και μου είπε: «Γίνεται να ξεχάσει κανείς;».