Δεκάδες κείμενα, απόψεις, λογίδρια και τέλος πάντων, ό,τι μας έρθει ολονών, δημοσιεύονται τούτες τις μέρες για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Κάπου εκεί, ένα πετάγεται κάθε τόσο από τη γωνία, επιχειρώντας να ιχνηλατήσει αγώνες, σκέψεις και συναισθήματα των παιδιών που δίνουν την πρώτη μεγάλη μάχη της ζωής τους.
Για το τι πρέπει να τρώνε, πόσο να κοιμούνται, πώς να διαχειρίζονται το στρες τους από ειδικούς ψυχολόγους, διατροφολόγους, life coach κ.λπ. Κοντά σε αυτούς και οι ειδικοί στις εξετάσεις καθηγητές, φροντιστήρια κ.λπ. μοιράζουν αφειδώς «μυστικά επιτυχίας».
Οι γονείς, επίσης, κοντά στα παιδιά τους σπεύδουν να τους διευκρινίσουν σε κάθε ευκαιρία πόσο σημαντικά είναι γι’ αυτούς -ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Φυσικά κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι, που έχουμε άποψη για να γράψουμε σε γενικές γραμμές τα ίδια και τα αυτονόητα πριν ακόμα ολοκληρωθεί η μάχη, ότι δηλαδή δεν τελειώνουν όλα με μια αποτυχία και πως εξετάσεις είναι δεν είναι ολόκληρη η ζωή τους και πολλά άλλα τέτοια παρηγορητικά, σαν αυτά που λέμε στα παιδιά που φοβούνται τον μπαμπούλα.
Το περίεργο είναι πως ενώ όλα τα παραπάνω είναι σωστά και σε ένα μεγάλο βαθμό και αυτονόητα, δεν είμαι σίγουρη πως γίνονται στο σωστό χρόνο. Αν πραγματικά νομίζουμε πως με δύο κουβέντες, ο ωκεανός της αγωνίας στον οποίο κολυμπούν αυτές τις μέρες πολλοί υποψήφιοι -όχι όλοι- απομακρύνεται και τους βοηθά να πατήσουν ξανά σε στεγνό έδαφος, τότε μάλλον διαθέτουμε μνήμη χρυσόψαρου. Αν και τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι τελικά τα χρυσόψαρα δεν έχουν τόσο μικρή μνήμη όσο πιστευόταν, είναι μια έκφραση που έχει επικρατήσει και για αυτό τη χρησιμοποιούμε.
Ας γυρίσουμε λοιπόν πίσω το χρόνο κι ας θυμηθούμε πως ήταν εκείνη η εποχή που οι σημερινοί ενήλικες έμπαιναν στην διαδικασία των Πανελλαδικών.
Τούτες τις μέρες, η σκέψη γυρίζει 41 χρόνια πίσω τότε που και ‘μεις ξεκινούσαμε αυτή τη μάχη σε ένα επαρχιακό λύκειο της Κρήτης. Με διαφορετικές συνθήκες προφανώς, αφού οι επιλογές για όσους δεν πετύχαιναν ήταν περιορισμένες αλλά όχι ανύπαρκτες, και με γονείς μεροκαματιάρηδες, οι οποίοι μέσα από τις σπουδές των παιδιών έβλεπαν το μέλλον να διαφαίνεται ρόδινο και σίγουρα λιγότερο κουραστικό για τα παιδιά τους.
Το βάρος αφόρητο, όχι μόνο την χρονιά των Πανελλαδικών, αφού στην τελική βαθμολογία υπολογίζονταν και οι επιδόσεις της Α΄ και της Β΄ Λυκείου. Αλλά και το ψυχικό βάρος τεράστιο, αφού η είσοδος σε μια σχολή σηματοδοτούσε την έναρξη μιας νέας ζωής, μακριά από ταμπού, πίεση και στερεότυπα -τουλάχιστον όπως νομίζαμε τότε που ήμασταν 18χρονα παιδιά.
Το διάβασμα -ένα με τα βιβλία γίναμε μαθαίνοντας ακόμα και τα εξώφυλλα- και το άγχος να χτυπάει «κόκκινο» θεωρώ πως ήταν ίδιο με το σήμερα. Άλλωστε, το να διαλέγεις σπουδές και επάγγελμα είναι κάτι που το «φορτώνεσαι» για πολύ καιρό, ευτυχώς όχι για πάντα, αφού έχουμε δει ανθρώπους να προχωρούν σε θεαματικές αλλαγές.
Άραγε, πόσο βοηθούσαν οι κουβέντες τότε; Μπορεί να «άγγιζαν» μια ευαίσθητη χορδή, μα στις εξετάσεις δεν άλλαζαν το αποτέλεσμα. Ο δρόμος αγώνας-εξετάσεις είχε δύο καταλήξεις: Δικαίωση ή αποτυχία. Αλλά, αλήθεια, πόσο βοηθά όταν κανείς πνίγεται στη μέση του ωκεανού να του λέμε πόσο ωραία θα είναι όταν φτάσει στην παραλία, αν τελικά καταφέρει να φτάσει;
Όταν είσαι 18 δεν είναι εύκολο να δεις αυτό που βλέπουν οι ενήλικες. Κι ό,τι κι αν κάνεις, τελικά, ακόμα κι αν είναι λάθος, δεν μπορείς να το αποφύγεις, αν ένας άλλος σου πει τα λάθη του. Γιατί, τελικά, σε αυτή τη ζωή, όλοι μαθαίνουμε από τα λάθη τα δικά μας και όχι από τα λάθη των άλλων.