Με μια φωτογραφία στο Messenger δεν μπορούν να μυρίσουν Χριστούγεννα, αν είσαι ο παραλήπτης. Όσο πετυχημένα και αν είναι τα μπισκοτοειδή και τα κουλουράκια που απεικονίζονται, όσο μεράκι και αγάπη κι αν είχε βάλει η παρασκευάστρια, οι μυρωδιές γεμίζουν το δικό της σπίτι και οι παιδικές αναμνήσεις επανέρχονται στο μυαλό της, έστω για λίγο.
Στο σπίτι του παραλήπτη μυρίζουν αρωματικά έλαια που ενεργοποιούνται από τη φλογίτσα ενός ρεσώ, που θερμαίνει τη βάση στο πήλινο φαναράκι.
Τα Χριστούγεννα έπαψαν να μυρίζουν με τα χρόνια. Όσο μεγαλώνουμε γίνονται ολοένα και περισσότερο άχρωμα, άγευστα και άοσμα, δείχνοντάς μας, με κυνικό τρόπο, πόσο αστοχήσαμε στην πεποίθηση της μετεφηβικής ηλικίας ότι θα μείνουμε για πάντα παιδιά.
Στην πορεία καταλάβαμε ότι κάποιος σκότωσε το παιδί που κρύβαμε μέσα μας. Και δεν ήταν ο σύγχρονος Ηρώδης! Κάποιες φορές ο χρόνος δεν είναι ούτε πανδαμάτωρ, ούτε γιατρός, ούτε καν σύμμαχος. Τα χριστουγεννιάτικα κουλουράκια της μάνας σου, οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα είναι μια μακρινή ανάμνηση, κρυμμένη στη σερβάντα ενός μεσοαστικού σαλονιού, που τα γιορτινά βράδια έκανες «καταδρομικές» για να ξεπεράσεις τη λιγούρα, χωρίς να αφήσεις ίχνη.
Τώρα η μάνα σου, μπορεί και να μην υπάρχει, μα κι αν υπάρχει, θα έχει ξεπεράσει τα 90, θα φέρεται σαν παιδί και ίσως σε θυμάται αμυδρά, λόγω της άνοιας που την ταλαιπωρεί…
Δεν θυμάται πια τα κάλαντα, δεν γνωρίζει τι θα πει «ποδαρικό», το λουκάνικο τής πέφτει βαρύ και αγνοεί τον συμβολισμό της μπουγάτσας που θα φάει ευχάριστα την Πρωτοχρονιά…
Προπαραμονή σήμερα και το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν λέει να έρθει. Πάει μόνο σε κάποιους a la cart. «Για μας τα ντόρτια και οι διπλές κι γι’ άλλους οι εξάρες», που έλεγε και το επίκαιρο άσμα στις εποχές που υπήρχαν λεφτά για ξόδεμα και παίξιμο στο μπαρμπούτι.
Είσαι μόνος στο σπίτι και δεν είσαι καν ο μπόμπιρας που οι γονείς του… ξέχασαν κλειδωμένο, φεύγοντας για διακοπές στο Παρίσι κι εκείνος ήρθε αντιμέτωπος με δυο φαιδρούς ληστές, που του έφτιαξαν το κέφι και τον έβαλαν σε δράση χριστουγεννιάτικα.
Οι γιρλάντες στο απέναντι μπαλκόνι δεν σε συγκινούν πια και ο φτωχός δημοτικός στολισμός, δεν φτάνει μέχρι τη γειτονιά σου. H λαχτάρα του πιτσιρικά έσβησε μέσα σου και ο ακόρεστος νεολαίος που έκανε ατέλειωτο κλάμπινγκ αυτές τις ημέρες, δεν σε αναγνωρίζει.
Έχεις γίνει τάχα μου επιλεκτικός, αλλά στην ουσία λιώνεις σε μια μπάρα, που κάποτε σε ταξίδευε και απλά σήμερα σε φιλοξενεί, αναγνωρίζοντας τα ένσημα που έχεις κολλήσει στο μαγαζί και σεβόμενη τις ιστορίες που κατά καιρούς τής έχεις εξομολογηθεί, σε εκείνους τους μονολόγους που πυροδοτούσαν οι αναθυμιάσεις τού αλκοόλ.
Τα Χριστούγεννα στα πέλαγα, τα Χριστούγεννα που είδες τον Χριστό φαντάρος, τον διάλογο δυο χριστουγεννιάτικων δέντρων στη χωματερή, τα Χριστούγεννα που πήγες αξημέρωτα στην εκκλησία, χωρίς κάλτσες και με διαφορετικά παπούτσια, έχοντας μόλις αφήσει στο σπίτι του εκείνο το κορίτσι…
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα δεν ήταν ποτέ η αγαπημένη σου ιστορία και οι καλικάντζαροι σού προκαλούσαν μια φυσική απέχθεια. Υπάρχουν ακόμα και σήμερα για να σε πιλατεύουν. Κακομούτσουνοι, λεροί, συγκρουσιακοί και με μια έμφυτη κακία.
Ο μπάρμαν ο αχρείος, διαχρονική αξία, αντιλαμβάνεται ότι είμαι εορταστικά φρικαρισμένος και μου βάζει ακόμα ένα από το καινούριο Jameson, για τον δρόμο. Πριν αρχίσω να το πίνω, ανταλλάσσουμε ευχές γιατί δύο τινά υπάρχουν: ή να φύγω αιφνιδιαστικά ή να μην είμαι σε θέση μετά την τελευταία γουλιά.
Χρόνια πολλά σε όλους, καλά Χριστούγεννα!