Βρισκόμουν διακοπές και δεν ήθελα να χαλάσω τη διάθεσή μου παρακολουθώντας την επικαιρότητα, αλλά το τηλέφωνο χτύπησε εκεί στο νησάκι της άγονης γραμμής με τα ήρεμα νερά και τους ήμερους ανθρώπους. «Τα ‘μαθες για την καινούρια μαφία της Κρήτης; Πάλι ρεζίλι γίναμε, στο πανελλήνιο».

Οι διακοπές τελείωσαν και η επιστροφή στη δουλειά και τη θλιβερή πραγματικότητα, ήταν αναπόφευκτη. Τι δεν αποκαλύφθηκε, πάλι… Στις περισσότερες υποθέσεις, παρόμοιο μοτίβο: εύκολο χρήμα, ναρκωτικά, όπλα, αλκοόλ, τζόγος, παραβιάσεις ΚΟΚ, καταπατήσεις δημόσιων και ιδιωτικών εκτάσεων, απειλές, ομερτά.

Αν δεν υπήρχαν οι προστάτες της ανομίας, η διαπλοκή (πολιτική, επιχειρηματική – «εκκλησιαστική», δικαστική) όλα θα ήταν διαφορετικά. Αλλά δεν είναι…

Διάβασα με λύπη το κείμενο της Αγγέλας Καστρινάκη, καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, που δημοσιεύθηκε στο Βήμα και το ανήρτησε στη σελίδα της, στα κοινωνικά δίκτυα:

“Από επιλογή, και λιγότερο από ανάγκη, ζω στο Ρέθυμνο τα τελευταία 36 χρόνια. Και κατεβαίνω από το ημιορεινό μας πανεπιστήμιο, που είναι μες στις βελανιδιές, και ρίχνω μια βουτιά κάτω απ’ την περήφανη Φορτέτσα και λέω ένα γεια στο στοιχειό του τόπου, τον ευγενή αυτοδίδακτο φιλόσοφο, χειμώνα καλοκαίρι εκεί – και μετά είμαι σπίτι, και όλα αυτά έχουν γίνει σε χρόνο ελάχιστο.

Πόσα πολλά χωράνε σε μια μέρα! Κι έπειτα, σε ούτε μια ώρα απόσταση, βρίσκονται οι εξωτικές νότιες ακτές… Υπάρχει -πάνω απ’ όλα- μια θαυμάσια παρέα συναδέλφων, αληθινή πανεπιστημιακή κοινότητα, με κοινό πάθος για την έρευνα και τη διδασκαλία. Δεν ξέρω αν το ευνοεί ο τόπος, η τόση ομορφιά του. Υπάρχουν και γλυκείς Ρεθύμνιοι, ήμεροι και στρατευμένοι στο καλό.

Όμως θα σας πω τι μου συνέβη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια, σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Γυρνάω, που λέτε, με τον Αλέξη από εκδήλωση για την ημέρα της γυναίκας στα Χανιά, νύχτα. Σειρά οι «γαμοταβέρνες» στην εθνική οδό (τρόπος του λέγειν «εθνική οδός»).

Και βγαίνει ένας καμαρωτός και διασχίζει αυτήν την τρόπος του λέγειν, για να περάσει στο άλλο ρεύμα. Ανοίγομαι για να τον αποφύγω, αλλά πού να με δει ο τύπος; Ήταν τύφλα στο μεθύσι. Στο αυτοκίνητο μέσα, τα παιδιά του, τα πεθερικά του, δεν ξέρω κι εγώ ποιοι.

Σωθήκαμε χάρη στις ζώνες και τους αερόσακους. Το αυτοκίνητο έγινε φυσαρμόνικα. Κάθισα ήσυχα ήσυχα στην άκρη του δρόμου, περιμένοντας να μου κάνουν αλκοτέστ και να έρθει ο γερανός.

Τον άλλονα τον είχαν φυγαδεύσει οι δικοί του, μην τον είδατε. «Θα τον πάω αυτόφωρο», φώναζε ο αστυνόμος που ήρθε μετά από κανένα μισάωρο. Την άλλη μέρα μου τηλεφωνά ο ίδιος καλός αστυνόμος: «Ξέρετε, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Πέσανε πάνω μου πέντε υπουργοί και δέκα βουλευτές». Τουλάχιστον, απολογήθηκε…

Το συζητάμε με τον Αλέξη, να κάνουμε μήνυση, να μην κάνουμε; Ου μπλέξεις μ’ αυτούς! Ο τύπος ήταν χωρίς δίπλωμα και ανασφάλιστος. Πάντως μας τηλεφώνησε: «Αφού ο θεός μας έσμιξε», λέει, να βγούμε να μασε κεράσει, να σμίξομε, λέει, και τα ποτήρια μας.

Η υπόθεση έχει και συνέχεια. Πάω το καημένο μου αυτοκίνητο στη μάντρα για παλιοσίδερα. «Μην καταθέσεις τις πινακίδες», λέει ο μαντράς. Εγώ φυσικά τις καταθέτω. Μετά από κανένα χρόνο όμως, άρχισε να κυκλοφορεί το αυτοκίνητό μου με τις πινακίδες του και να κόβει αβέρτα κλήσεις για παράνομο παρκάρισμα, οι οποίες κλήσεις έρχονταν σε μένα.

«Μα πώς είναι δυνατόν;», ρωτούσα έκπληκτη. Βρήκα με τα πολλά τον νέο κάτοχο του άλλοτε αυτοκινήτου μου και του εξήγησα την απορία μου για τη χρήση των πινακίδων. Ο τύπος απείλησε να με σκοτώσει. Ρωτώντας έμαθα πως όντως ήταν φονιάς, αποφυλακισθείς…

Ω Κρήτη, Κρήτη, βουτηγμένη στις αμαρτίες! Ω Κρήτη, γη της ανομίας! Με τις πυροβολημένες ταμπέλες σου, με τις φυτείες στις βαθιές ρεματιές σου, με τα αγοράκια σου που μαθαίνουν το όπλο από τα παιδικάτα τους, με τη βία στις οικογένειες, με τον ναρκισσισμό σου, με την απληστία σου, με την καταστροφή της ομορφιάς…

Ω Κρήτη, γη ευφορίας και θλίψης!“.

«Δεν είναι αυτή η Κρήτη», επιμένουν σε κάθε νέα αποκάλυψη, πολλοί.

Και όμως, όσο κι αν δεν το παραδεχόμαστε, η Kρήτη είναι και αυτή.