Στα τέλη του καλοκαιριού, ζευγάρι φίλων μού περιέγραφε πώς πέρασε τις διακοπές του, σε ένα από τα πιο γνωστά πολυτελή ξενοδοχεία του νησιού.

«Ωραία ήταν, αλλά μας έκανε μεγάλη εντύπωση που το προσωπικό ήταν στην πλειοψηφία τους αλλοδαποί από τρίτες χώρες και υπήρχε δυσκολία στη συνεννόηση και γενικά στην εξυπηρέτηση. Εμείς σε αυτό το ξενοδοχείο, βλέπαμε τόσα χρόνια ντόπιους εργαζόμενους από την περιοχή, που τους γνωρίζαμε με τα μικρά τους ονόματα και είχαμε αναπτύξει μια πολύ ζεστή και ανθρώπινη σχέση μαζί τους.

Μας εξυπηρετούσαν με ευγένεια, διακριτικότητα και πάντα με το χαμόγελο. Τώρα που στη θέση τους βρίσκονται άγνωστα πρόσωπα, άνθρωποι που δεν ξέρουν τη γλώσσα μας, νιώσαμε ότι κάτι χάθηκε από τις διακοπές μας».

Δεν είναι οι μοναδικοί που έκαναν αυτή τη διαπίστωση. Είναι γνωστό ότι οι ντόπιοι έχουν γυρίσει την πλάτη τους στον τουρισμό και ασχολούνται με άλλα επαγγέλματα.

Τα ξενοδοχεία κάνουν αγώνα σε κάθε σεζόν για να βρουν εργαζόμενους, πόσο μάλλον εξειδικευμένους και άνθρωποι από τις Φιλιππίνες, το Νεπάλ, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και άλλα μέρη του κόσμου, καλύπτουν κάποια από τα μεγάλα κενά που υπάρχουν σε σημαντικούς τομείς, όπως είναι η κουζίνα, η υποδοχή και το service.

Οι παγκόσμιες έρευνες δείχνουν ότι ο νούμερο 1 λόγος που έρχεται κάποιος στην Ελλάδα, δεν είναι ο ήλιος και η θάλασσα, όπως θα περίμενε κανείς, δεν είναι τα αρχαία, αλλά είναι η επαφή με τον Έλληνα.

Οι επισκέπτες της Κρήτης, Έλληνες και ξένοι, αγαπούν την κρητική φιλοξενία γιατί είναι αληθινή, ζεστή και ανθρώπινη. Οι Κρητικοί υποδέχονται τους ξένους με χαρά και τους θεωρούν φιλοξενούμενους, όχι απλώς πελάτες. Θέλουν πραγματικά να περάσουν όμορφα.

Με λίγα λόγια, η κρητική φιλοξενία προσφέρει συναίσθημα, αυθεντικότητα και ανθρώπινη επαφή, στοιχεία που οι τουρίστες σπάνια βρίσκουν αλλού. Οι ντόπιοι τούς κερνάνε, θυμούνται τα ονόματά τους, μιλούν φιλικά και προσφέρουν βοήθεια χωρίς αντάλλαγμα.

Είναι μια εμπειρία που μένει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη κάθε επισκέπτη και τον κάνει να επιστρέφει ξανά και ξανά στο νησί, όχι απλώς ως τουρίστας, αλλά ως φίλος. Αν τα ξενοδοχεία γεμίσουν με αλλοδαπούς εργαζόμενους, πώς θα κρατήσουμε αυτό το πλεονέκτημα;

Όλα αυτά, δεν μπορεί να μην τα γνωρίζουν η Κυβέρνηση και τα αρμόδια Υπουργεία. Αλλά αφού τα γνωρίζουν, πώς είναι δυνατόν να απαξιώνουν σε τέτοιο βαθμό την τουριστική εκπαίδευση;

Πώς είναι δυνατόν να δημοσιεύεται πριν λίγες μέρες σε ΦΕΚ, ότι η φοίτηση στην ΑΣΤΕΚ (Ανώτερες Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης) στο εξής θα περιλαμβάνει 3 έτη σπουδών, από 4 που είχε μέχρι τώρα, υποβαθμίζοντας το πτυχίο της;

Πρόκειται για σχολή ήδη υποβαθμισμένη, με σοβαρά κενά σε διδακτικό προσωπικό, ανεπαρκείς υποδομές και έλλειψη μέριμνας για σίτιση και στέγαση των φοιτητών.

Η Κρήτη, με τέτοια παράδοση στον τουρισμό, θα έπρεπε να έχει δημόσιες σχολές υψηλού κύρους, από τις οποίες θα αποφοιτούν στελέχη υψηλού επιπέδου, με σπουδαστές όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό. Θα έπρεπε να εξασφαλίζει σίτιση και στέγη στα παιδιά, δίνοντάς τους κίνητρα να ασχοληθούν με το επάγγελμα.

Αντ’ αυτού, οι σχολές που έχουν τουριστικές ειδικότητες είναι ένα κατακερματισμένο μπερδεμένο «κουβάρι» και η κάθε μια ανήκει σε άλλο Υπουργείο – Τουρισμού, Παιδείας και Εργασίας. Αυτό είναι το «όραμα της Κυβέρνησης για την τουριστική εκπαίδευση»;