Η μοίρα τα έχει φέρει έτσι και η Λιβύη έχει γίνει εξαρχής σχεδόν, ένα πεδίο δυστυχίας για την εξωτερική πολιτική των Κυβερνήσεων Μητσοτάκη. Είτε με Κυβέρνηση του αλήστου μνήμης Σαράτς στην Τρίπολη, είτε με την αιωνίως προσωρινή Κυβέρνηση Ντιμπεϊμπά, είτε και με την όποια ανορθόδοξη διακυβέρνηση Χάφταρ στη Βεγγάζη, η Ελλάδα βρίσκει κάθε λίγο κάποιο τοίχο απέναντί της στη Λιβύη και ο λόγος είναι προφανώς ξεκάθαρος: η ισχυρή επιρροή της Τουρκίας.
Η αρχή έγινε με το διαβόητο τουρκολιβυκό μνημόνιο το φθινόπωρο του 2019, την ενέργεια που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τις πρόσφατες κόντρες γύρω από τις θαλάσσιες ζώνες. Και να που τώρα, σχεδόν έξι χρόνια μετά και μετά από πολλά επεισόδια για τη Λιβύη και τις σχέσεις της και με την Τουρκία και με την Ελλάδα, έχουμε στην ουσία την υπογραφή ενός ακόμα τουρκολιβυκού μνημονίου, που αυτή τη φορά έχει να κάνει με σεισμικές έρευνες, δηλαδή έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Είναι κρίσιμο ζήτημα αν αυτές οι θαλάσσιες περιοχές που περιλαμβάνονται στο νέο μνημόνιο (πώς μας παιδεύει αυτή λέξη τόσα χρόνια!) πρόκειται να συμπίπτουν, έστω και κατά ένα μέρος, με θαλάσσιες περιοχές νοτίως της Κρήτης, που η Ελλάδα έχει παραχωρήσει ως θαλασσοτεμάχια για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Μην ξεχνάμε ότι, για τις συγκεκριμένες αυτές περιοχές, η χώρα μας έχει αρχικές συμφωνίες συνεργασίας με εταιρείες – κολοσσούς των πετρελαιοειδών, όπως η αμερικανική Chevron.
Ο ένας χάρτης που έχει κυκλοφορήσει από το υπογραφέν μνημόνιο ανάμεσα στην Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (NOC) της Λιβύης και την τουρκική TPAO, δείχνει να μην υπάρχει καταρχάς παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Χρειάζεται όμως επαγρύπνηση, γιατί αν όντως ισχύσουν αυτά τα όρια, τότε έμμεσα πλην ξεκάθαρα τόσο η Λιβύη όσο και η Τουρκία, αναιρούν όσα υπέγραψαν με τη συμφωνία του 2019.
Χωρίς να είμαι απολύτως βέβαιος ότι δεν υπάρχουν ακόμα κάποιοι που ονειρεύονται «ήρεμα νερά», τα πράγματα έχουν αρχίσει πάλι να ξεφεύγουν. Και αυτή τη φορά έχουμε να πορευτούμε μέσα σε ένα διεθνές σκηνικό πολύ πιο άναρχο και απορρυθμισμένο από αυτό στο οποίο καλούμασταν να δρούμε ως τώρα.
Μη γελιόμαστε, αν θέλουμε να μας θεωρούν στοιχειωδώς σοβαρούς, η χώρα μας έχει μόνο μία επιλογή. Να δείχνει στην πράξη και με συνέπεια πόσο σοβαρά παίρνει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αποδεικνύοντας ότι είναι έτοιμη και αποφασισμένη να τα υπερασπιστεί.
Τόσες δεκαετίες είχαμε συνηθίσει τα «επίφοβα» νερά για μια ελληνοτουρκική κρίση να είναι αυτά του ανατολικού Αιγαίου, αργότερα εκείνα της ανατολικής Μεσογείου. Τώρα, έχουμε νέο πεδίο ενδιαφέροντος, την περιοχή ανάμεσα στην Κρήτη και την Λιβύη.
Καμία από τις ενέργειες που βλέπουμε τον τελευταίο καιρό δεν είναι τυχαία, έγιναν με αποκλειστικό σκοπό να προκαταλάβουν την από εβδομάδες ανακοινωμένη επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, στη Λιβύη.
Είναι ήδη σαφές ότι η επίσκεψη αυτή, που θεωρήθηκε περίπου πανάκεια από την Κυβέρνηση, δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Το πρόβλημα που συνιστά η στρατηγική συνεργασία Τουρκίας – Λιβύης -ή μάλλον η πλήρης υιοθεσία της Λιβύης από την Τουρκία- προβάλλει σήμερα οξύτερο από ποτέ.
Ο δε Ερντογάν, ως σιγανό ποτάμι εδώ και καιρό προετοίμαζε αυτές τις κινήσεις, περιμένοντας μια ευνοϊκή συγκυρία, που συνιστά για αυτόν η πορεία των πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και η προσέγγισή του με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η μπάλα καλώς ή κακώς βρίσκεται και πάλι στην αυλή του Μεγάρου Μαξίμου. Που τόσο προσπάθησε να εξευμενίσει το θηρίο της έντασης με τη γείτονα χώρα, αλλά το βρίσκει σήμερα ξανά μπροστά του απειλητικό. Τα πράγματα είναι περίπου μετρημένα, δυστυχώς.
Το έγγραφο που υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη ορίζει ότι μέσα σε εννέα μήνες τα ερευνητικά σκάφη της Τουρκίας πρέπει να έχουν ελέγξει 10.000 περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα. Και σε όλα αυτά έχει έρθει να προστεθεί και το ζήτημα των μεταναστευτικών ροών από τη Λιβύη.
Όσο κι αν θα θέλαμε σε αυτή την περίοδο, που η χώρα προσπαθεί να αφήσει πίσω της τις πληγές της οικονομικής κρίσης, να μην έχουμε τέτοιες σκοτούρες, να μην ξεχνάμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας και πορευόμαστε σε μια πολύ δύσκολη γειτονιά.
Η Τουρκία κάνει ακόμα σχετικά προσεκτικές κινήσεις, με τάση όμως να ανεβάζει «στροφές» προσεκτικά. Προσεκτικοί οφείλουμε να είμαστε κι εμείς, στον μέγιστο βαθμό. Κανένας δεν έχει, σε κάθε περίπτωση, το άλλοθι της έκπληξης.