Στην Κρήτη το «πάρτι» με τις επιδοτήσεις δεν ξεκίνησε φέτος. Ξεκίνησε εδώ και χρόνια, αλλά διογκώθηκε επικίνδυνα από το 2020 και μετά, με τους ίδιους ανθρώπους να παραμένουν στις θέσεις ευθύνης, όπως υποστηρίζουν όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι υπόθεση κάποιων «κακών παραγωγών». Είναι ζήτημα συστημικής σήψης. Είναι οι κρατικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν στον κάθε παραγωγό να δηλώνει βοσκοτόπια… στην άλλη άκρη της Ελλάδας, μέσω του λεγόμενου «Εθνικού Αποθέματος». Αυτά δεν τα σκέφτηκαν οι παραγωγοί. Το ίδιο το κράτος τους τα έδωσε ως εργαλείο. Και το εργαλείο αυτό έγινε όπλο κατά της διαφάνειας, δυστυχώς.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που έγινε στον αγροτικό τομέα δεν είναι απλώς κατάχρηση. Είναι στρεβλή θεμελίωση από την αρχή. Το ψηφιακό κτηματολόγιο, πάνω στο οποίο βασίστηκε όλο το σύστημα των επιδοτήσεων, στήθηκε «στο πόδι». Γιατί; Γιατί έπρεπε -πάση θυσία- να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα απέναντι στην Ε.Ε. και να συνεχιστεί η ροή χρημάτων. Όχι για την αγροτική ανάπτυξη, αλλά για τη διανομή επιδοτήσεων, χωρίς στρατηγική.
Και πράγματι, αυτή είναι η ρίζα του προβλήματος: η Ελλάδα δεν είδε ποτέ την ΚΑΠ ως ευκαιρία για ανάπτυξη. Την είδε ως πορτοφόλι. Ενώ άλλες χώρες χρηματοδοτούσαν την αγροτική περιφέρεια, την αρχιτεκτονική, την επιχειρηματικότητα, εμείς διοχετεύαμε δισεκατομμύρια σε ένα μοντέλο επιβίωσης. Πας στη Βόρεια Ιταλία και βλέπεις χωριά-στολίδια. Πας στην Κρήτη και βλέπεις χωριά ρημαγμένα, αλλά με σπίτια αγροτών που μέσα θυμίζουν… βίλες.
Το πρόστιμο της Ε.Ε. για την υπόθεση αυτή δεν είναι ένα απλό «καμπανάκι». Και είναι ντροπή για μια χώρα που λαμβάνει 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε αγροτικές ενισχύσεις, να διαχειρίζεται έτσι την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Είναι ήττα. Πολιτική, διοικητική και εθνική.
Είναι, όμως, σημαντικό να ειπωθεί το εξής: τα πρόστιμα από την Ε.Ε. δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε αφορούν αποκλειστικά την Ελλάδα. Όλες οι χώρες της Ένωσης ελέγχονται, και πολλές φορές τιμωρούνται για παραβιάσεις στους κανονισμούς της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Όμως, σπάνια παρατηρείται τέτοια έκταση και διάρκεια στρεβλώσεων όπως στην Ελλάδα.
Το πρόβλημα είναι παλιό. Ξεκινά από την εποχή που οι παραγωγοί δήλωναν εικονικά στοιχεία για την παραγωγή τους. Στην Κρήτη, όλοι θυμούνται τα «πανωγραψίματα» στην παραγωγή ελαιολάδου. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν ούτε ένα δέντρο και δήλωναν ότι παρήγαγαν δεκάδες τόνους. Ή, όπως λέγαμε χαρακτηριστικά: δεν είχαν λάδι να βάλουν στον λίχνο τους, αλλά πήραν δικαιώματα για να πληρώνονται στο διηνεκές.
Το ερώτημα είναι: Τι θα αλλάξει;
Αν δεν αλλάξουν τα πρόσωπα, δεν θα αλλάξει τίποτα. Αν παραμείνουν στις θέσεις τους όσοι στήριξαν το σύστημα, το διαιώνισαν ή απλώς σιώπησαν, τότε και η επόμενη κρίση είναι προδιαγεγραμμένη. Η Ελλάδα οφείλει να κάνει επιτέλους αυτό που δεν έκανε τόσα χρόνια: να σεβαστεί την έννοια της αγροτικής πολιτικής. Όχι με δηλώσεις για «εκσυγχρονισμό», αλλά με πράξεις που θα φέρουν διαφάνεια, αξιοκρατία και στρατηγική.
Αλλιώς, θα ξαναγράψουμε το ίδιο άρθρο… σε δύο χρόνια.