Κι αποτυπώνουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο την κατάπτωση όχι μίας πόλης, αλλά κάθε πόλης που ζει τη μιζέρια, τη φτώχεια και τον φόβο κάποιου αόρατου εχθρού
Προτού πατηθούν τα πρώτα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο, άρχισα να προβληματίζομαι και ν’ αναζητώ, κάτι που δεν συνηθίζω σε σχολιογραφικά κείμενα, καθώς οι λέξεις προκύπτουν σχεδόν αβίαστα σαν προέκταση κάποιων δακτύλων που το τελευταίο διάστημα πονούν.
Ήθελα όμως να ψάξω. Διότι στο μυαλό μου υπήρχαν και συνεχίζουν να υφίστανται κάποιες σπονδυλωτές ιστορίες, οι οποίες μου θύμισαν όχι την πλοκή, αλλά την αισθητική της διάσημης κινηματογραφικής ταινίας «Αμαρτωλή Πόλη» από τον Φρανκ Μίλερ. Που παρεμπιπτόντως είναι υπέροχη μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά ποιος πηγαίνει να δει ταινία στις μέρες μας με μάσκα;
Με έκπληξη διαπίστωσα, πως οι ιστορίες οι δικές μου, δεν έχουν το αίμα και τη βία του Μίλερ, κρύβουν όμως μέσα τους το θεριό του όχλου, που όσο δεν εκπαιδεύεται τόσο πιο βίαιο ανατέλλει.
Ιστορία πρώτη: Νεαρός γονιός πασχίζει να κοιμίσει το βρέφος του στον δεύτερο όροφο πολυκατοικίας, όμως στο δρόμο διακόσιοι και πλέον νεαροί και νεαρές φωνάζουν πίνοντας ζεστές μπίρες 1 το πρωί. Νωρίτερα, δίπλα από την πολυκατοικία η αστυνομία είχε στήσει μία φιέστα για να βραβεύσει κάποιους εθελοντές για το έργο τους, εξαίροντας τη σπουδαιότητα της συνεργασίας.
Ιστορία δεύτερη: Ηλικιωμένη κυρία μιλά φορώντας μάσκα μέσα στο λεωφορείο στα παιδιά της που δεν ζουν κοντά της κι έχουν ως κύριο τρόπο «επαφής» τις κινητές συσκευές.
Νεαρότερη σε ηλικία κυρία επιτίθεται φραστικά στην ηλικιωμένη, διότι θα μουσκέψει τη μάσκα από την ομιλία στο κινητό και θα τη μετατρέψει σε εστία μόλυνσης για το λεωφορείο. Η δεύτερη κυρία παίρνει με το μέρος της το μισό λεωφορείο, κι αρχίζουν να ανταλλάσσονται οι πιο «όμορφες» κι «ευγενικές» εκφράσεις.
Ιστορία τρίτη: Παροπλισμένος πολιτικός της Κρήτης, που απαξιώνεται ακόμα κι από το ίδιο του το κόμμα, συνεχίζει να διαθέτει «φρουρά» και «κομβόι» που τον συνοδεύει για προστασία ακόμα και στην καρδιά της πόλης.
Οι … άγριοι με τα γρήγορα γερμανικά αυτοκίνητα, από θαύμα δεν προκαλούν ατύχημα στο κέντρο της πόλης για να «προστατεύσουν» το «υψηλό πρόσωπο», το οποίο στη συνέχεια και χάνουν μέσα στη βουή της πολυσύχναστης λεωφόρου. Ο πολιτικός δεν έχει καταλάβει καν τι έχει συμβεί και παρατηρεί μ’ ένα αμήχανο βλέμμα τις καταστροφές από το προχθεσινό χαλάζι.
Οι ιστορίες θα μπορούσαν να είναι και φανταστικές. Δυστυχώς όμως δεν είναι. Είναι πέρα για πέρα αληθινές. Κι αποτυπώνουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο την κατάπτωση όχι μίας πόλης, αλλά κάθε πόλης που ζει τη μιζέρια, τη φτώχεια και το φόβο κάποιου αόρατου εχθρού. Περιλαμβάνουν παράλληλα μέσα τους όλο το φθόνο, τη ζήλεια και την κακομοιριά που κουβαλάμε ως κατάλοιπο πολύχρονης σκλαβιάς. Στο μεταξύ, όσο θλιβερό κι αν ακούγεται, κάποιοι πραγματικά περιμένουν αυτή η χώρα ν’ αλλάξει σημαία κυριολεκτικά, μήπως αλλάξει και… πανί.