Μια μέρα πριν από τα Χριστούγεννα και ο νους γυρίζει στα παλιά. Σε κείνα τα παιδικά Χριστούγεννα που είχαν… πολλά προβλήματα. Με ποιον θα πεις τα κάλαντα, πόσο λάδι και πόσα λεφτά θα μαζέψεις και τι θα τα κάνεις!
Σοβαρά προβλήματα για τα παιδιά εκείνης της εποχής, που ζούσαμε στα χωριά παγωμένα Χριστούγεννα. Ο αέρας που λυσσομανούσε τέτοιες μέρες έμπαινε στο κρύο σπίτι με το τσιμεντένιο πάτωμα, την παγωμένη ταράτσα και τα ξύλινα κουφώματα, που με τα χρόνια είχαν «φυράξει» κι «έμπαζαν» από παντού.
Όμως παντού επικρατούσε η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας, καθώς οι «μεγάλοι» ήταν απασχολημένοι με τις δουλειές τους και τα παιδιά γύριζαν στους δρόμους ανεξέλεγκτα τις μέρες αλλά και τις νύχτες!
Όχι πως τα παιδιά δεν συμμετείχαν στις προετοιμασίες των Χριστουγέννων. Σε όλα… βοηθούσαμε, τρόπος του λέγειν! Όπου ανακατευόμασταν τα κάναμε «σαλάτα».
Ρίχναμε το αλεύρι, ξεχνούσαμε τον ξυλόφουρνο ανοιχτό κι έφευγε η πυριά, ρίχναμε τα υλικά των μελομακάρονων στο μίγμα για τους κουραμπιέδες. Και η γιαγιά μας καθισμένη στη γωνιά της, δίπλα στο τζάκι, γελούσε συγκαταβατικά με όσα κάναμε.
Φυσικά μιλώ για Χριστούγεννα παιδικά των σημερινών ενηλίκων, που περνούν τα 50 πλησιάζοντας στη σύνταξη ή και συνταξιούχοι πλέον, που καμία σχέση δεν έχουν με τα σημερινά.
Για παιχνίδια, ούτε λόγος. Καμιά φορά υπήρχε καμία φτωχική κουκλίτσα ή κανένα αυτοκινητάκι, αγορασμένο από το παζάρι. Αλλά τι να τα κάνεις τα αγοραστά παιχνίδια, όταν όλη η μέρα ήταν ένα παιχνίδι στους δρόμους και η μισή νύχτα ένα παιχνίδι μπροστά στα τζάκια;
Ακόμα και τα κάλαντα, παιχνίδι γίνονταν όταν «παζάρευες» το μπαξίσι με τις θείες, απαιτώντας ένα χλωρινομπούκαλο λάδι αν δεν είχαν αρκετά λεφτά. Το μόνο που δεν ήταν παιχνίδι ήταν η μοιρασιά, είτε αυτή γινόταν έξω από το διανυκτερεύον μπακάλικο που αγόραζε το λάδι που μαζεύαμε ή σε κάποιο σπίτι αργά το βράδυ μετά την ολοκλήρωση της γύρας του χωριού. Εκεί ήταν όλοι σοβαροί και άπλωναν τα μικρά τους χέρια να πάρουν το «νυχτοκάματο».
Όσο εύκολα μαζεύονταν εκείνα τα λεφτά, τόσο εύκολα ξοδεύονταν, χωρίς ακόμα και τώρα να ξέρουμε πώς εξανεμίζονταν.
Αλλά τότε τα Χριστούγεννα άφηναν μια γλυκιά γεύση γιορτής.
Τα φετινά Χριστούγεννα δεν θα έχουν και πολλά από κείνα των παιδικών μου χρόνων. Το σπίτι θα είναι μεγάλο και ζεστό, στολισμένο και με πολύ φως. Οι μυρωδιές από φούρνους και κατσαρόλες θα κατακλύζουν την ατμόσφαιρα, και με πολλούς ανθρώπους.
Θα λείπουν όμως οι άνθρωποι που «ζέσταιναν» τα παιδικά μου Χριστούγεννα. Θα νιώσω άραγε παγωνιά; Ξαφνικά θυμάμαι τα όνειρα. Κλείνω τα μάτια. Η γιαγιά είναι μπροστά μου ολοζώντανη, με το γέρικο χέρι της να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ο μπαμπάς μου απλώνει το χέρι δίνοντάς μου ξανά ένα πεντακοσάρικο κι η μαμά μου μου δίνει ένα φλιτζάνι καρτεράκι με μέλι. Μια αστραπή διαπερνά τη σκέψη μου.
Όλα τα κουβαλάμε μέσα μας και μπορούμε να τα επαναφέρουμε στη ζωή μας με τη μνήμη μας, προσθέτοντας και τους νέους ανθρώπους που μπήκαν στη ζωή μας.
Έτσι θα έχουμε την ελπίδα πως τούτες οι γιορτές, θα είναι οι καλύτερες της ζωής μας.
Καλά Χριστούγεννα!