Όσοι ασχολούνται με τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, θα γνωρίζουν για τη βιομηχανία του καφέ ή και για τη μαφία, αν θέλετε, υπό την έννοια ότι υπάρχουν ποικιλίες και ποικιλίες, αλλά και μεγάλη διακύμανση τιμών, οπότε και τα περιθώρια κέρδους είναι τεράστια.
Και μπορεί ο εσπρέσο με τις παραλλαγές του να μονοπωλεί το ενδιαφέρον στην εποχή μας, αλλά στη δημόσια σφαίρα ο φραπές επέστρεψε δυναμικά, διεκδικώντας δάφνες του.
Προφανώς και δεν είμαστε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όπου ο φραπές ήταν το εθνικό μας ρόφημα, γύρω από το οποίο είχαν αναπτυχθεί μια σειρά μύθων.
Από την παρασκευή του, μέχρι τις παλινδρομικές κινήσεις του σέικερ, που στην αρχή ήταν το εμβληματικό μπεζ πλαστικό με το βαθύ σκούρο καφέ καπάκι, μέχρι να φτάσουμε στο inox με τη μηχανική υποστήριξη, οπότε ο φραπές δεν ήταν ποτέ πια διά χειρός….
Οι παλιότεροι, που είχαν περπατήσει πέρα από τις πλατείες Ελευθερίας και Λιονταριών, θα γνωρίζουν ίσως και ένα συγκεκριμένο μαγαζί, που είχε τη φήμη του καλύτερου φραπέ της Αθήνας, Πειραιώς και προαστίων. Τον είχαν υμνήσει και οι τραγουδιστές της εποχής, με το γνωστό άσμα «καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ».
Το μαγαζί του Λέντζου στο Παγκράτι έκανε με διαφορά τον καλύτερο αφρό. Σχεδόν βελούδινος, πηκτός και παιχνιδιάρικος στον ουρανίσκο. Ο αστικός μύθος λέει ότι η ποιότητα του αφρού είχε να κάνει με μέρος κρόκου αυγού, που χτυπιόταν μαζί με τον καφέ και τη ζάχαρη.
Ο μπαρίστας της εποχής -τύφλα να έχουν οι σημερινοί- δεν αποκάλυψε ποτέ το μυστικό του. Εξού και η φράση «η ομερτά του φραπέ».
Ο φραπές έκανε τους αργόσχολους της εποχής και λεξιπλάστες: φραπόγαλο, φραπεδόνα, φραπεδούμπα, ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που έδωσαν στον στιγμιαίο καφέ. Ο φραπές με παγωτό, ήταν ένα ξεχωριστό ρόφημα για αυτούς που ήθελαν να αλλάξουν πίστα και να πουλήσουν μούρη στις εποχές της αγνότητας, στα αθώα κορίτσια. Το φραπέ-παγωτό έγινε με την πορεία του χρόνου ευρέως διαδεδομένο.
Τόσο συνηθισμένο, που κάποτε μια δεσποινίδα παρήγγειλε σε καφετέρια οικισμού ένα παγωτό παρφέ και το γκαρσόνι που δεν ήταν και στην πρώτη του νιότη, της έφερε έναν φραπέ με παγωτό! Αργότερα ο φραπές έφυγε από του Λέντζου και πήγε στον Άδωνι! «Πάμε στον “Άδωνι” για καφέ που συχνάζουν φρικιά και τεκνά και αράζουν και αθλητές και που πηγαίνει και μια χοντρή νευρικιά Κυριακή να της φύγει το στρες», τραγουδούσε η Άλκηστις για το γνωστό μαγαζί, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης.
Το παγωμένο ρόφημα έγινε και σύνθημα στα χείλη των οπαδών και ακούστηκε για πρώτη φορά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, θέλοντας να πικάρουν την αντίπαλη ομάδα (ΠΑΟΚ ή Ολυμπιακό), καλούσαν εν χορώ τον προπονητή των φιλοξενουμένων να κάνει αλλαγή για συγκεκριμένο παίκτη με το σύνθημα: «Βάλε μέσα τον Καφέ, να βάλουμε τη ζάχαρη να κάνουμε φραπέ»!
Δεν ξέρω αν το καφενείο της Βουλής προσφέρει φραπέ, αλλά στην Ολομέλεια σερβίρεται πλέον καθημερινά. Τον πίνουν, τους πίνει, κάτι τέτοιο αντιλαμβάνομαι… Μέχρι και ο πρωθυπουργός τον αναφέρει και μάλιστα με στόμφο. Του βάζει και τελικό σίγμα.
Το Μαξίμου πάντως, φαίνεται πως έχει μια άλλη άποψη, μην την πω μνησικακία και στο πείσμα των καιρών και παρά τα επίμονα αιτήματα των μερακλήδων, τον εξαφάνισε… Και τώρα στο Φραπεδιστάν απαιτούν τη βίαιη προσαγωγή του ιθύνοντος νου του Μαξίμου. Και δεν βολεύονται καθόλου με την παραπομπή του για απείθεια. Και μετά έπεσε βαριά σιωπή…
Μια κίνηση που σκόρπισε θλίψη παντού και μας γύρισε πίσω στο μακρινό 1973, όταν ο Σπύρος Ζαγοραίος τραγουδούσε:
«Με χιονόνερο και κρύο
πέρασα από μια πλατεία
και μου φωνάζει ένας μικρός:
Πάρτε κύριε λαχεία…». Περίπου την ίδια εποχή ή λίγο μετά, ο μεγάλος Στράτος Διονυσίου τραγουδούσε:
«Λαχείο είναι η ζωή σε αυτή την κοινωνία, άλλους γεμίζει με καημό και άλλους με ευτυχία». Εμείς μπορεί μα μην πιάσαμε ούτε τον λήγοντα στη ζωή μας και άλλοι έχουν κερδίσει μεγάλα λαχεία και μια και δυο και τρεις φορές. Λίγο ακόμα και θα ήταν σαν τα παιδιά του Πειραιά! Και αφού την έπιασαν την καλή και κονομήθηκαν, τι να το κάνουν το χασάπικο;
Μα είναι χασάπικο ή κασαπιό; Είναι χασάπης ή κασάπης; Δεν βαριέστε… Κάποτε ήταν και το ΠΑΣΟΚ, αλλά πέθανε και αυτό μαζί με τον Ανδρέα. Τα λαχεία να είναι καλά και ας πάει και το παλιάμπελο, ας πάει και ο σοσιαλισμός. Καλός και ο Μητσοτακισμός! Άσχετο, αλλά «Μες τη χασάπικη αγορά είναι ένα χασαπάκι», κάποιου κάποτε εργοδότη μου, ήταν το αγαπημένο τραγούδι.
Κάποια στιγμή θα πέσουν και οι τίτλοι τέλους, της μεγαλύτερης φαρσοκωμωδίας όλων των εποχών: της Εξεταστικής του ΟΠΕΚΕΠΕ. Αλλά τώρα στο πιο κομβικό σημείο του έργου, κριντζάρει η μηχανή προβολής και χάνονται οι υπότιτλοι από την κινηματογραφική οθόνη. Και κάποιος από τον εξώστη φωνάζει μες τη σκοτεινιά της αίθουσας και την… μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά: «Χασάπηηη γράμματα»!