Ήταν πραγματικά δύο υποθέσεις που συγκλόνισαν, όχι μόνον την Ελλάδα. Έγιναν μεγάλα ρεπορτάζ και σε μέσα του εξωτερικού, αντικείμενο αναλύσεων, συσχετισμών, απόψεων και εντέλει «αποκεφαλισμών».

Ο λόγος για τις δύο Ελληνίδες παιδοκτόνους, με τελευταία την υπόθεση της Ειρήνης Μουρτζούκου να φέρνει ξανά στην επιφάνεια και την άλλη, αυτήν της Ρούλας Πισπιρίγκου. Δεν είναι καθόλου τυχαία η στιγμή που δημοσιεύεται αυτό το άρθρο, αφού απέχει έστω και μια ανάσα από την επικαιρότητα, καθώς τον τελευταίο καιρό δεκάδες ήταν τα ρεπορτάζ που βλέπαμε καθημερινά, για την νεαρή γυναίκα που ομολόγησε τέσσερις δολοφονίες.

Δεν απέχει αρκετά, ώστε ο χρόνος να έχει δείξει τις πραγματικές διαστάσεις των υποθέσεων, κάτι που θα γίνει από την έρευνα που συνεχίζεται προανακριτικά πλέον και τα στοιχεία που θα παρουσιαστούν στις δικαστικές αίθουσες. Ωστόσο, είναι αρκετός ο χρόνος που πέρασε για να μπορούμε να αναλύσουμε τι πραγματικά έγινε.

Πριν από αυτό, να επισημάνουμε ότι οι υποθέσεις Μουρτζούκου-Πισπιρίγκου έχουν ομοιότητες, αλλά και διαφορές. Τουλάχιστον με όσα ως σήμερα ξέρουμε, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει τη συνέχεια, η Μουρτζούκου ομολόγησε και η Πισπιρίγκου όχι. Η δεύτερη πάντως καταδικάστηκε και η πρώτη δεν γνωρίζουμε τι θα κάνει ως τις δίκες, αφού είναι γνωστό πως ως κατηγορούμενη, οι ομολογίες της έγιναν με ανομωτί καταθέσεις.

Έχουν όμως ένα κοινό σημείο, που σόκαρε όλους και θα πρέπει να διαλευκανθεί ο ρόλος του. Την Ιατροδικαστική Υπηρεσία της Πάτρας, που «ξηλώθηκε». Αυτή η κρατική υπηρεσία, που όχι μόνον αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων, όχι μόνον αμφισβητήθηκε το επιστημονικό της έργο, αλλά και κανείς δεν γνωρίζει αν κάποια παιδιά θα ήταν ακόμα ζωντανά, αν έκανε καλά τη δουλειά της.

Ήταν όμως η ιατροδικαστική υπηρεσία η μόνη «ένοχη», που δεν σταμάτησε εγκαίρως τα κατά συρροή εγκλήματα; Προφανώς και όχι. Οι δύο γυναίκες, που ο μέσος άνθρωπος τις παρακολουθούσε για καιρό να βγαίνουν στις τηλεοράσεις και να δίνουν τα δικά τους σόου, όπως θα έλεγαν οι γιαγιάδες στα χωριά μας, φαίνονταν πως «δεν ήταν στα καλά τους».

Πριν όμως φτάσει όλη η Ελλάδα να τις μάθει αυτές τις κυρίες από την τηλεόραση και πριν φτάσουν ακόμα να απασχολήσουν την Ιατροδικαστική Υπηρεσία, τις ήξεραν πολλοί άλλοι πριν. Καταρχάς, οι οικογένειές τους και ακολούθως ο ευρύτερος κύκλος, συγγενείς, φίλοι, γείτονες, συγχωριανοί. Ακόμα και οι κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες που είχαν ασχοληθεί μαζί τους, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό νοσοκομείων, από τα οποία τα θύματα «πέρασαν» πριν τα σκοτώσουν.

Για να είμαστε δίκαιοι, κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να μιλήσουν. Αλλά τελικώς δεν εισακούστηκαν με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα, επτά θάνατοι παιδιών και υποψίες για έναν ακόμα.

Το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς που «έβλεπαν», αλλά επίσης και αυτοί που «μίλησαν», δεν… τους ακούσαμε, είναι ακριβώς τα σημεία που θα πρέπει να μας προβληματίσουν.

Γιατί οι όποιες τιμωρίες επιβάλλονται από τα δικαστήρια -και πρέπει να επιβάλλονται- δεν αλλάζουν το αποτέλεσμα, ούτε φέρνουν πίσω τις χαμένες ζωές. Όμως θα μπορούσαν άραγε να λειτουργήσουν σωφρονιστικά αλλά και προληπτικά όσα έχουν γίνει.

Μπορεί η Μουρτζούκου και η Πισπιρίγκου να είναι στη φυλακή. Αλλά η κοινωνία αποδείχθηκε ότι δεν είχε καμία αντίσταση, ώστε να μην συμβούν αυτά. Και το χειρότερο: Δεν φαίνεται να αποκτά ούτε στο μέλλον.

Έτσι, όσο οι δύο γυναίκες είναι στη φυλακή, εμείς μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Μέχρι πότε; Μέχρι την επόμενη φορά.

Υστερόγραφο: Προσωπικά αρνούμαι ότι οι Μουρτζούκου και Πισπιρίγκου υπήρξαν «μιντιακά κατασκευάσματα». Άλλωστε, οι δημοσιογράφοι είναι πάντα ο εύκολος στόχος.

Άλλωστε, τα ΜΜΕ δεν δημιουργούν τα γεγονότα καλά ή κακά. Είναι εκεί για να καταγράφουν, στον ιερό και θεσμικό ρόλο της ενημέρωσης.

Ίσα ίσα μάλιστα, κάποτε -ίσως με μια δόση υπερβολής- συνέβαλαν, με σημαντικά στοιχεία, στην εξιχνίαση των υποθέσεων.