Υπάρχει σ΄αυτή την προεκλογική περίοδο μία έλλειψη μνήμης και μία ανάδειξη γεγονότων που δεν αφορούν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και είναι πράγματι αξιοπερίεργο πώς ο κόσμος δέχεται αδιαμαρτύρητα ή ακόμη και ενστερνίζεται αυτή την κατάσταση. Παρά τα όσα λέγονται – που ο οποιοσδήποτε πολίτης δεν διαθέτει μνήμη χρυσόψαρου θα μπορούσε να αντιλέξει- θα περιοριστώ στα εργασιακά θέματα, εντελώς συνοπτικά, προκειμένου να διαφανεί ότι δεν μπορεί να μηδενίζονται τα πάντα.
Με την έναρξη της «κρίσης» στις καταβαλλόμενες αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων πραγματοποιήθηκαν περικοπές αρχικά σε ποσοστό 7% (αρθ.1 του ν.3833/2010) και 3% βάσει (αρ. 3 του ν.3845/2010) καθώς και περικοπή των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας. Στη συνέχεια σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 31 του ν.4024/2011 σε συνδ. με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 29 του νόμου αυτού έγινε περαιτέρω μείωση μισθών ποσοστού έως 25%.
Ο δημόσιος τομέας δέχτηκε σημαντικό πλήγμα με παρεμβάσεις που αφορούν κυρίως το ζήτημα του περιορισμού των προσλήψεων και τις μειώσεις των μισθών και των επιδομάτων, με στόχο τη δήθεν οικονομική εξυγίανση και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Στους ιδιωτικούς υπαλλήλους ο κατώτατος μισθός το 2012 (Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012 σε συνδ. με το Ν. 4172/2013 άρθρο 103) είχε περικοπεί κατά 22% και κατά 32% για τους νέους, με τη θέσπιση του «κατώτατου» και του «υποκατώτατου μισθού» του τελευταίου για εργαζόμενους νέους κάτω των 25 ετών.
Ο τρόπος που θεσμοθετήθηκε η καθιέρωση των μισθών αυτών απέχει πολύ από τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ελευθερίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του δικαιώματος στην εργασία γενικά ως απόρροιας του γεγονότος ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είχαν ανασταλεί, οδηγώντας σε γενικευμένη συρρίκνωση των μισθών. Η διαμόρφωση των αμοιβών των εργαζομένων – σύμφωνα με τις αρχές αυτές – δεν προκύπτει από νόμους ή αποφάσεις υπουργών αλλά προκύπτει μέσα από την κοινωνική διαβούλευση των μερών –εργαζομένων και εργοδοτών – και ο κρατικός παρεμβατισμός δεν έχει θέση.
Ωστόσο όχι μόνο θεσμοθετήθηκαν οι μισθοί αυτοί νομοθετικά στο όνομα των μνημονιακών δεσμεύσεων με αμφίβολο αποτέλεσμα (όταν δεν υπάρχει χρήμα πώς θα κινηθεί η αγορά;) αλλά δεχτήκαμε και τη δίχως λογική ρύθμιση για τα νέα παιδιά να πληρώνονται με λιγότερα χρήματα λόγω μόνο του γεγονότος ότι είναι νέα και πρέπει να τιμωρηθούν γι’ αυτό!
Στην Ελλάδα μέχρι το 2010 υπήρχαν περί τις 350 επιχειρησιακές και διεπιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) σε μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις με τις οποίες ρυθμίζονταν οι κατώτατοι όροι αμοιβής και εργασίας που κάλυπταν περίπου το 60% των μισθωτών ιδιωτικού δικαίου. Το 2014 αυτό το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις συρρικνώθηκε στο 10%.
Ενας λόγος της μείωσης των ΣΣΕ γενικά ήταν η αναστολή από το 2011 και «όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» του δικαιώματος του υπουργού Εργασίας «να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος».
Αποτέλεσμα των ρυθμίσεων αυτών ήταν οι σοβαρές και βίαιες ανατροπές κεκτημένων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Το σκληρό πρόγραμμα λιτότητας που επιβλήθηκε από το ΔΝΤ με τις μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις ανέτρεψε τον οικογενειακό προϋπολογισμό, οδήγησε στην αύξηση των απολύσεων, στη ραγδαία αύξηση της ανεργίας (17,7% το τρίτο τρίμηνο του 2011 με περαιτέρω αυξητικές τάσεις έως και 27%) και γενικά στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε σημαντικό ενδιαφέρον για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των εργαζομένων με κύριο μέλημά της τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και μείωση της ανεργίας περί τις 8 ποσοστιαίας μονάδες και για του νέους περί τις 13 ποσοστιαίες μονάδες μέσω προγραμμάτων για ανέργους (π.χ. νέους επιστήμονες κ.α.)
Με την υπουργική απόφαση οικ. 4241/127/2019 η κυβέρνηση θεσμοθέτησε: «Τον καθορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (Α’ 167), όπως ισχύει, του νόμιμου κατώτατου μισθού και του νόμιμου κατώτατου ημερομισθίου, για πλήρη απασχόληση, για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, χωρίς ηλικιακή διάκριση, ως εξής: α) Για τους υπαλλήλους ο κατώτατος μισθός ορίζεται στα εξακόσια πενήντα ευρώ (650,00 ευρώ). β) Για τους εργατοτεχνίτες το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται στα είκοσι εννέα ευρώ και τέσσερα λεπτά (29,04 ευρώ).Η απόφαση αυτή ισχύει από 1 Φεβρουαρίου 2019».
Με την παρατήρηση της γράφουσας ότι οι μισθοί δεν θεσμοθετούνται και την προσδοκία της επαναφοράς ολόκληρης της διαδικασίας για τον καθορισμό των μισθών μέσα από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και μόνον, δεν μπορεί κανείς αντικειμενικά σκεπτόμενος πολίτης να μην δεχτεί το θετικό αποτέλεσμα του μέτρου αυτού αφού εκτός από την αύξηση στον βασικό μισθό συμπαρασύρονται προς τα πάνω συνολικά 24 επιδόματα που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό και αναπροσαρμόζονται αναλογικά οι διαμορφωμένες 3ετίες (προϋπηρεσία).
Επίσης σημαντικό είναι ότι αυξήθηκε το επίδομα ανεργίας από τα 360 στα 400 ευρώ και θεσμοθετήθηκε η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η δυνατότητα επέκτασης των ΣΣΕ που συνάπτονται, έτσι ώστε να ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος και όχι μόνο για τα μέλη του συμβαλλόμενου σωματείου. Ήδη στο Ηράκλειο έχομε επεκτάσεις σε ΣΣΕ του χώρου του τουρισμού (ξενοδοχοϋπάλληοι, οδηγοί τουριστικών λεωφορείων) και επιχειρησιακές συμβάσεις με αποκατάσταση των περικοπών των προηγουμένων ετών (π.χ. εργαζομένων στην Παγκρήτια Τράπεζα) και η αρχή της εξόδου από τα μνημόνια είναι μόλις λίγους μήνες πριν.
Οι πρόσφατες εξαγγελίες της αντιπολίτευσης μας προϊδεάζουν για αλλαγές που αφορούν την ίδια τη φύση της δημόσιας απασχόλησης, ενώ επικεντρώνονται στη δυνατότητα απόλυσης δημοσίων υπαλλήλων και σύγκλισης των όρων απασχόλησης με αυτούς που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα (δανεισμός κλπ.).
Για δε τον τελευταίο τομέα είναι φανερό ότι επιδιώκεται η κατάργηση του 8ώρου, του πενθήμερου και της μετατροπής του όχι σε εξαήμερο αλλά κατευθείαν σε επταήμερο. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα διατήρησε και εφάρμοσε τη νομοθεσία που επιτρέπει το προαιρετικό άνοιγμα των καταστημάτων ορισμένες Κυριακές τον χρόνο και να εξαχθούν από αυτό το ανάλογα συμπεράσματα.
Εξάλλου οι ασχολούμενοι με τα εργασιακά δικηγόροι ακόμη χειριζόμαστε υποθέσεις από την αποπομπή το 2013, επί υπουργίας δηλ. του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, των σχολικών φυλάκων, των δημοτικών αστυνομικών, των καθαριστριών και ειδικών κατηγοριών καθηγητών. Ακόμη και αν αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων αποκαταστάθηκαν, είτε δικαστικά είτε νομοθετικά από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (Ν. 4325/2015, 4554/2018, 4604/2019 κ.ά), έχουν να αντιμετωπίσουν θέματα που τους ταλαιπωρούν δικαστικά – διοικητικά μέχρι και το 2019.
Είναι συνεπώς πραγματικότητα ότι με το τέλος των μνημονίων σταματά η αναστολή ορισμένων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας χωρίς αυτό να σημαίνει και επιστροφή στην «κανονικότητα». Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια και θέληση από την πλευρά των κυβερνώντων, που σίγουρα δεν θα είναι μεταξύ των προθέσεων μίας κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και των συμμάχων της.
Αν θυμόμαστε με τι τόπο αντιμετώπισαν εμάς και τα παιδιά μας οι κυβερνήσεις που σήμερα διεκδικούν ξανά εξουσία θα κατανοήσουμε τι αρχές πρεσβεύουν και τι αξίες έχουν οι άνθρωποι που έβαλαν τη χώρα στα μνημόνια και γονάτισαν έναν ολόκληρο λαό. Θα κατανοήσουμε τον κυνισμό του πολιτικού αυτού προσωπικού που σήμερα ζητά να ξανακυβερνήσει που με τη συμπεριφορά του στους χαμηλόμισθους και στα νέα παιδιά φέρθηκε ως να ήταν «πλεονάζον προσωπικό σε επιχείρηση υπό εκκαθάριση».
*Η Βιβή Δερμιτζάκη είναι δικηγόρος