Μέρες πολλές ήτανε που το σκεφτότανε οι ορτάκηδες Μαυρικοκωστής και Φουντουλογιώργης από το Πάνω Χωριό της Ελούντας. Πλησιάζανε Χριστούγεννα κι έπρεπε να πάνε τα πεσκέσα τους στο Σεκήρ Αγά στο θαλασσοτριγυρισμένο φρούριο. Του ‘χανε μεγάλη υποχρέωση.

Πάνε πια τα παλιά, οι επαναστάσεις, τα γιουρούσια, οι σκοτωμοί, τα αίματα. Είχε κάπως καταλαγιάσει αυτό το κακό. Κι ας τα ‘λεγε αλλιώτικα η επαναστατική επιτροπή του Μεραμπέλλου, με τον αποκλεισμό που ‘θελε στο φρούριο. Πιο καλές οι μπονάτσες, παρά οι φουρτούνες, λένε οι καινούργιοι.

Μα κι οι παλιοί το λέγανε αλλιώς: Πιο πολύ φαΐ τρως με το μέλι παρά με το ξίδι. Η ζωή ‘ναι μικρή για να την ξοδεύεις στα αίματα και στους πολέμους. Η συνύπαρξη τώρα και κάμποσα χρόνια με τους Οθωμανούς πήγαινε πρίμα. Μα πιο πρίμα πηγαίνανε και οι δουλειές τους.

Οι παράδες αυγατίζανε στα πουγκιά όλων που είχανε νου και φρόνεψη. Τα λάδια, η αμυγδαλόψιχα, τα χαρούπια και οι ακονόπετρές τους, ήτανε για μια τριετία τώρα εξασφαλισμένα εξαιτίας της φιλίας με τους Οθωμανούς. Κι είχε ο Θεός για το αύριο.

Η «Γκιουλ Μπαχρή», η γοργοτάξιδη γολέτα του Αλή Δερβίς Ρεϊζάκη, του Σπιναλογκίτη μεγαλεμπόρου και εμποροπλοιάρχου, πλωροκόπιαζε τα μαξούλια τους όπως και ολονών των νοικοκυραίων του Μεραμπέλλου, ίσαμε τα λιμάνια της Μασσαλίας, της Σμύρνης και της Πόλης.

Τους τον είχε γνωρίσει ο Σεκήρ Αγάς Παπουτσόγλου, ο Οθωμανός αξιωματούχος του Μεραμπέλλου που κατοικοέδρευε στο Απάνω Χωριό της Φουρνής. Άνθρωπος φρόνιμος, συνετός και πολυδιαβασμένος. Ακριβοδίκαιος και στο τούρκικο και στο χριστιανικό μιλέτι της περιοχής.

Τύφλα να ‘χανε οι χριστιανοί προεστοί και προύχοντες. Άσε που ‘τανε και ανοιχτό μυαλό και δεν πολυλογάριαζε τις τυπικότητες της οθωμανικής διοίκησης που επέβαλε το αξίωμά του. Σεβότανε εξίσου και το Κοράνι και το Ευαγγέλιο. Κάθε Κυριακή εκκλησιαζότανε στην εκκλησιά της Παναγίας, «της γειτόνισσάς του» όπως την αποκαλούσε στην Απάνω Φουρνή, και της εξασφάλιζε με το παραπάνω το κερί της χρονιάς της.

Οι δικοί μας, οι χριστιανοί και ο Δεσπότης Πέτρας που έδρευε κι εκείνος εκεί παραδίπλα στο Επισκοπείο με τη βενετσιάνικη αρχιτεκτονική, του είχαν παραχωρήσει για τούτο, το πιο περίτεχνο στασίδι.

Σεβάσμια και αρχοντική μορφή με το σκουροπράσινο καφτάνι του, την κορακάτη τριγωνική γενειάδα του, το αετίσιο βλέμμα και το κάτασπρο φέσι του που θύμιζε πέρσες σοφούς, ο Σεκήρ Αγάς ήτανε μια εξίσου σεβάσμια μορφή και από τους χριστιανούς και από τους μουσουλμάνους του Μεραμπέλλου.

Η περιουσία του και τα μαξούλια του, δεν ήξερε κι εκείνος από πού μέχρι πού κρατούσανε: ο μισός κάμπος της Φουρνής, στα Σόχωρα, στις Αμπέλλες, στις Μοίρες, στα Μέσα Αμπέλια, στον Ντριβαξώνα, στο Βρωμονερό της Πλάκας και στην παραλία στο Τσιφλίκι απέναντι από τη Σπιναλόγκα, που είχε για την πιο ξακουστή του καλοκαιρινή κατοικία με τα υπόγεια κελάρια, τους στάβλους, τους ξενώνες, τα χαμάμ και τους ξαερινούς οντάδες και λοτζέτες, ήτανε μόνο ένα κομμάτι από την περιουσία του. Χώρια τα άλλα που είχε στη Μεσσαρά και στην Πεδιάδα του Μεγάλου Κάστρου.

Μα αυτό που προτιμούσε πιότερο, ήτανε το δίπατο κονάκι που του ‘χε παραχωρήσει το κράτος, μέσα στο μπεντενογυρισμένο φρούριο της Σπιναλόγκας. Στη γειτονιά Μουσουλούκια, κάτω ακριβώς από το μεγάλο τζαμί του φρουρίου και πίσω από τα θαλασσινά μπεντένια.

Με την εσωτερική βοτσαλωτή αυλή με τη στέρνα της, το μαγεριό και το αποχωρητήριό της, με την τεράστια ισόγεια σάλα που την ανεβάσταζε μια μεγάλη καμάρα που στη μέση της κρεμότανε ένας περίτεχνος πολυέλαιος με πολλά κεριά, αγορασμένος από τη Μασσαλία.

Από πάνω ο μεγάλος οντάς με το μεγάλο ξύλινο μπαλκόνι που ‘βλεπε στη θάλασσα και προς το άλλο, το κοντινό του καλοκαιρινό κονάκι στο Τσιφλίκι. Τόσο κοντινό που άκουγε κάθε πρωί τους πετεινούς του να τον καλημερίζουν και το βραχνό χλιμίντρισμα των φοράδων του.

Στη μια γωνιά δίπλα στο πελώριο τζάκι με τα περίτεχνα πελέκια, βρισκότανε το βαρύ γραφείο του από καστανιά που από πάνω του κρεμότανε το τεράστιο κάδρο του Μεγάλου Αφέντη Σουλτάνου. Παραδίπλα ένας μεγάλος πίνακας με ζωγραφιές από το Τοπ-Καπί Σαράι τα σουλτανικά ανάκτορα της Πόλης.

Κοιμότανε και τις πιο πολλές φορές άκουγε τα κύματα που σκάγανε απέξω, πάνω στα βενετσιάνικα μπεντένια. Του άρεσε τούτο το γιαλονανούρισμα γιατί τον ξεκούραζε από τις ευθύνες της δίκαιης διοίκησης, έλεγε συχνά.

Ετούτο τον Δεκέμβρη του 1896, ο Σεκήρ Αγάς βρισκότανε στη Σπιναλόγκα. Κάτι του ‘χανε ψιθυρίσει ότι η πολιτική κατάσταση στην Κρήτη θα ‘φερνε γρήγορα τις Μεγάλες Δυνάμεις ως εγγυήτριες για το νησί, και στην περιοχή του θα γυαλοκοπούσανε, λέει, οι Φράγκοι. Έτσι μια που μιλούσε αρκετά καλά τα φράγκικα, είχε εντολή από την Πύλη να μετακομίσει ήδη από τούτο το φθινόπωρο στο φρούριο.

Κι έτσι καθώς πλησιάζανε τα Χριστούγεννα, μια μελαγχολία άρχιζε να τον κυκλώνει, καθώς θα έχανε φέτος την ορθόδοξη λειτουργιά και τα έθιμα των συχωριανών του χριστιανών στο Απάνω Χωριό της Φουρνής. Του άρεσε όμως αυτή η καλογερική απομόνωση μέσα στο φρούριο.

Ήτανε άνθρωπος που πολλές φορές συμβίωνε περισσότερο με τη μοναξιά. Πολλοί ζητάγανε καθημερινά να τον δούνε για τις δημόσιες υποθέσεις, χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Όλους τους άκουγε, και σε όλους μίλαγε αληθινά χωρίς να τους τάζει και να μην κάνει.

Του μήνυσαν κι ο Μαυρικοκωσταντής με τον ορτάκη του τον Φουντουλογιώργη, ότι παραμονή Χριστουγέννων θέλανε να τον επισκεφτούνε μέσα στο φρούριο. Στρώσανε τα μπεγίριά τους με τα δώρα τους και πήρανε με τους φαμέγιους τους το δρόμο για την Πλάκα.

Σε μια ξεχωριστή φοράδα φορτώσανε τα χριστουγεννιάτικα δώρα για το Σεκήρ Αγά: Ολάκερο τον σφαγμένο χοίρο, τα καπνιστά λουκάνικα, ένα μεγάλο φάρδο αμυγδαλόψυχα, μέλι, σταφίδες και δυο νταμιτζάνες κρασόρακα.

Στον τρίχινο ντορβά του ο Μαυρικοκωσταντής κράταγε κι ένα ανέλπιστο δώρο για τον υψηλό κρατικό αξιωματούχο. Μια μικρή εικόνα της Γέννησης δώρο του Δεσπότη Πέτρας, προς το Σεκήρ Αγά. Η εικόνα, που λέγονταν ότι ήταν δια χειρών του μεγάλου Κρητικού ζωγράφου Μιχαήλ Δαμασκηνού από τον Χάνδακα, φυλασσόταν στο μοναστήρι του Αρετίου.

Μια ανέλπιστη για τον μήνα Δεκέμβρη ημέρα ήτανε εκείνη η παραμονή των Χριστουγέννων. Αφού μεταφορτώσανε στη βάρκα τα φιλέματα στον Αγά, οι φαμέγοι άρχισαν να κωπηλατούν γοργά με τους δυο ορτάκηδες να απολαμβάνουνε το σύντομο ταξίδι.

Αρίφνητα μπρίκια, σκούνες, μπρικαντίνια και γολέτες περίμεναν αραγμένα αρόδου κοντά από τα τείχη του κάστρου από τη δυτική και νότια μεριά του. Μυρωδιές από καραβόσκοινα, πίσσα και κατράμι, από χαρουπόψυχα και νταγκιασμένα λάδια αναδυότανε από παντού.

Από κάθε κατάστρωμα των πλεούμενων αλλά και από την αποβάθρα. Στοιβαγμένα εδώ και εκεί βαρέλια με λάδι και τσουβάλια από χαρούπια που μείνανε και περίμεναν να φορτώσουν για τα ονομαστά λιμάνια της Μεσογείου.

Ανάμεσα σ’ αυτά γνωρίσανε και τη γολέτα του Αλή Δερβίς Ρεϊζάκη, που είχε μόλις επιστρέψει από το ταξίδι της στη Σμύρνη. Στο πλάι της έγραφε φαρδιά – πλατιά με την οθωμανική αλλά και την ρωμαίικη γραφή «Γκιούλ Μπαχρή», η μυρωδιά του ρόδου.

Σε λίγο η βαριά εξώπορτα της αυλής στο κονάκι άνοιγε με ένα σκληρό τρίξιμο από τα σκουριασμένα μάσκουλα. Ο Μουλά Εμίν Αρναουτάκης, ο γραμματέας του Σεκήρ Αγά, υποδεχόταν τους Ελουντιανούς ορτάκηδες. Η μυρωδιά από το αναμμένο τζάκι και η υγρασία της κοντινής θάλασσας χτύπησε τη μύτη τους σαν κύμα.

Μέσα, η ζεστασιά τούς τύλιξε αμέσως· ο καπνός του τζακιού ανακατευόταν με το άρωμα των αποξηραμένων βοτάνων που κρεμόντουσαν από τα δοκάρια του οντά: δίκταμο, φασκόμηλο και μέντα από τη μια μεριά και βαριά ανατολίτικα αρώματα από την άλλη: κάρδαμο και γαρίφαλο, κύμινο κανέλα και μαχλέπι. Μια ελαφριά πικράδα που έμπαινε στα ρουθούνια και ζωντάνευε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου.

Τα δάπεδα από τις λειασμένες φυσικές ντόπιες πλάκες ήτανε σκεπασμένα με χαλιά Καππαδοκίας, με έντονο πορφυρό αυτοκρατορικό χρώμα με γεωμετρικά και φυσικά μοτίβα. Χαμηλοί καναπέδες σε ολάκερη τη σάλα με μαξιλάρες και μαξιλαράκια με πλούσια κεντήματα και βαριά ανατολίτικα αρώματα συμπληρώνανε το υποβλητικό σκηνικό στο αρχοντικό κονάκι.

Κάθε βήμα έφερνε κι έναν ελαφρύ σαγηνευτικό ήχο, σα να μιλούσαν τα χαλιά για τις μέρες που είχαν δει: αγοραπωλησίες, γιορτές, συμφωνίες, φωνές γεμάτες θυμό ή χαρά.

Η φωτιά στο περίτεχνο τζάκι τριζοβολούσε τα κούτσουρα από τις αμυγδαλιές, ρίχνοντας χρυσαφένιες ανταύγειες στους τοίχους και στα πρόσωπα των επισκεπτών. Ο ήχος της ήταν ζωντανός, σαν καρδιά που χτυπάει γρήγορα, ενώ ο καπνός που ανέβαινε ανάλαφρα στην καμινάδα άφηνε μια θερμή υγρασία στην ατμόσφαιρα.

Στον αέρα μύριζαν ακόμη τα φαγητά της Εμινέ: ρεβίθια βρασμένα με λάδι, λουκάνικο καπνιστό, ζεστό εφτάζυμο ψωμί, μέλι θυμαρίσιο, σύκα και σταφίδες· μια συγχορδία γεύσεων γλυκιά, αλμυρή και πικάντικη ταυτόχρονα.

Οι τοίχοι ήταν παγωμένοι στην αφή, γεμάτοι υπολείμματα από καρφιά, παραστάσεις και χαρακιές του χρόνου. Περίμεναν να τους ακουμπήσεις για να νιώσεις την ιστορία τους. Τα ράφια δίπλα στο τζάκι, φορτωμένα με πολλά βιβλία, δερμάτινα πουγκιά, βαριά χαρτιά και διοικητικά έγγραφα. Η υφή τους ήταν τραχιά, με την ελαφρά λιπαρότητα του χρόνου. Κάθε χαρτί μύριζε μελάνι και μνήμη, σαν να κουβαλούσε τις διοικητικές υποθέσεις και τις εμπορικές συμφωνίες της Σπιναλόγκας για δεκαετίες.

Ο Σεκήρ Αγάς Παπουτσόγλου παράτησε το τσιμπούκι τού ναργιλέ που ρουφούσε μπροστά στο τζάκι και με τη γυναίκα του Εμινέ με φαρδιά χαμόγελα υποδέχτηκαν τους επισκέπτες τους. Οι δυο γιοί τους, ο Σαϊτ και Ταχίρ και οι δυο κόρες τους, η Μελέχα και η Φατμέ, ντροπαλά κάθονταν στο πάτωμα πάνω στις μαξιλάρες με τα πλούσια κεντήματα.

Γέλια και ψίθυροι από τα παιδιά αντηχούσαν στην κάμαρη, μπερδεμένα με τις εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, το τσιτσίρισμα του τζακιού και τον αχνό ήχο της θάλασσας που χτυπούσε τα τείχη έξω, σαν να συνομιλούσε μαζί τους.

Όλοι πλέον κάθονταν στους αναπαυτικούς καναπέδες, βουλιαγμένοι στις αφράτες μαξιλάρες. Ο Σεκήρ Αγάς σήκωσε το ποτήρι του με τη γλυκόπιοτη μαλβαζία από τη Μασσαλία που έβγαλε για την περίσταση. Ο ήχος στις κούπες αντήχησε στα δοκάρια, μια καθαρή νότα που έκοψε για λίγο τη μαγεία εκείνου του απογεύματος της παραμονής των Χριστουγέννων.

«Απόψε», είπε, «αυτό το κονίκι ανήκει στη μνήμη και σ’ Εκείνον που θα γεννηθεί». Ήταν που μόλις οι επισκέπτες του, του έδωσαν την εικόνα της Γέννησης, δώρο του Δεσπότη Πέτρας, που αιφνιδιασμένος και βουρκωμένος την ασπάστηκε.

Η φωνή του γέμισε την κάμαρη, αγκαλιάζοντας τις μυρωδιές, τα χρώματα και τα αντικείμενα, και ταυτόχρονα η ζεστασιά της φωτιάς και το φως από το τζάκι και οι σκιές που χορευτάκιζαν φάνηκαν να ανταποκρίνονται, λες και συμφωνούσαν μαζί του.

Η μυρωδιά του καπνού ανακατεύτηκε με τη γλυκιά φλόγα των κεριών του πολυελαίου, τη ζεστασιά της φωτιάς στο τζάκι και τον παλιό, υγρό αέρα της βενετσιάνικης Σπιναλόγκας.

Τα πρόσωπα των επισκεπτών αισθάνονταν τη διαφορά: κρύο από τη θαλασσινή αύρα απ’ έξω, ζεστό από το εσωτερικό, ενώ τα μάτια όλων τους ακολουθούσαν τις κινήσεις από τις φλόγες στους τοίχους και τις σκιές που εξακολουθούσαν να χορεύουν ανάμεσα στα αντικείμενα.

Η Σπιναλόγκα, μέσα σε αυτό το χειμωνιάτικο απόβραδο, παραμονή της Γέννησης, έγινε ζωντανή: Οι πέτρες, ο ασβέστης, τα αγκωνάρια, τα κιλίμια, τα χαρτιά, το ξύλο, τα μπακιρένια σκεύη, οι φλόγες, οι μυρωδιές και οι ήχοι.

Και μέσα σε όλα αυτά, οικοδεσπότες και επισκέπτες αισθάνθηκαν πως, για τούτο το σπερνό των Χριστουγέννων, ο χρόνος σταμάτησε· οι καρδιές τους χτύπησαν μαζί με το σπιτικό και η εμπιστοσύνη, η ζεστασιά και η ανθρώπινη συντροφικότητα, πέρα και έξω από τα προκαθορισμένα σύνορα και τα εθνικοθρησκευτικά καλούπια, γέμισαν κάθε γωνιά στο κονάκι του Σεκήρ Αγά, που κάτι ζωντάνεψε περισσότερο απόψε και μέσα σ’ αυτόν.

Χρόνια Πολλά – Καλά Χριστούγεννα 2025.