Πρωτοδιορισμένος δάσκαλος το 1963, ακούγαμε για ένα καλό μαθητή που φοιτούσε στο Γυμνάσιο Τζερμιάδων, με καταγωγή από τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Ο μαθητής αυτός είχε επαληθεύσει την κρίση του κοινού από το Δημοτικό Σχολείο ακόμα, με τις απαντήσεις που έδινε σε θαμώνες καφενείου του χωριού του, όταν πήγαινε εκεί για να ζητήσει κάτι από τον πατέρα του, αλλά και στο Γυμνάσιο και μάλιστα σε επίσκεψη του Επιθεωρητή στην τάξη του.
Ο τότε μαθητής είναι ο κ. Μιχάλης Κασσωτάκης τον οποίο γνώρισα ως καθηγητή των Πανεπιστημίων Κρήτης και Αθηνών και περισσότερο ως Πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας. Είναι γνωστές οι καινοτομίες του στην Εκπαίδευση τις οποίες εμείς ως Σχολικοί Σύμβουλοι υλοποιούσαμε, αλλά κάποιες φορές, από έλλειψη πολιτικής βούλησης, έμεναν μεσοστρατίς. Από τη μαθητική του ζωή διαπίστωσε από δικές του εμπειρίες, ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει όχι μόνο γνώσεις αλλά και παιδαγωγική κατάρτιση και γι αυτό κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας θεσμοθέτησε το Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας των εκπαιδευτικών.
Ο ίδιος καθηγητής είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “Αθιβολές και θύμησες”.
Η αγάπη στη γενέθλια γη εμπνέει πάντα τον κ. Κασσωτάκη, μάρτυρας της οποίας είναι τα σχετικά βιβλία για τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής του και πολλά δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά.
Ο συγγραφέας στο βιβλίο του “Αθιβολές και θύμησες” εκθέτει τις εμπειρίες του, όπως τις έζησε κατά τη διάρκεια της παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας, σε κοινή νεοελληνική γλώσσα, η οποία όμως διανθίζεται από πλήθος λέξεων και φράσεων από το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής, των οποίων δίνεται η ερμηνεία σε υποσημειώσεις για να διευκολύνει την κατανόηση από τον αναγνώστη που δεν κατάγεται από το Οροπέδιο, αλλά και από τους νέους Λασιθιώτες.
Η αγροτοποιμενική ζωή των κατοίκων του Οροπεδίου, η φύση με τα φαινόμενά της, η χλωρίδα και η πανίδα, οι γιορτές, οι κοινωνικές εκδηλώσεις, η εκπαίδευση στο Λασίθι, είναι τα θέματα του βιβλίου.
Η χρονική ακολουθία των θεμάτων είναι αξιοθαύμαστη, αρχίζοντας με την υποδοχή του καινούριου χρόνου και κλείνοντας με τη γιορτή των Χριστουγέννων.
Με μια γλαφυρή αυτοβιογραφική διήγηση που χαρακτηρίζεται από αφοπλιστική ειλικρίνεια, παραστατικότητα, πηγαία εκφραστικότητα και ζωντάνια, περιγράφει ένα ευτυχισμένο παρελθόν στο γενέθλιο τόπο του που πέρασε χωρίς επιστροφή.
Εγώ και όσοι ζήσαμε αυτήν την εποχή, υποκλινόμαστε με συγκίνηση και χαρά στις περιγραφές του κ. Κασσωτάκη γιατί μας μεταφέρουν σε παλιά λημέρια μας, είτε στο φύτεμα των πατατών όπως ο κάμπος ήταν και χώρος κοινωνικών συναντήσεων, “ελάτε μπρε γειτόνοι να πιούμε ένα κρασί”, σελ. 147, είτε στο πότισμα των πατατών, όπου παίζουμε στη στέρνα του μύλου με τους αφορδακούς, είτε να ψάχνουμε αν καμώθηκε καμιά ντομάτα να ξεγελάσουμε την πείνα μας, είτε να φάμε κανένα πρωτοφανίστικο αγγουράκι. “… Αλησμόνητη μου ‘χει μείνει η νοστιμιά τους, αξέχαστο το άρωμά τους, κάτι που δε βρίσκω σήμερα στα αντίστοιχα προϊόντα που πωλούνται στις πόλεις”, σημειώνει ο συγγραφέας, σελ. 167.
Αλλά και οι εικόνες στο αλώνισμα, που γινόταν με πρωτόγονα μέσα, έχουν ιδιαίτερη χάρη, από την ετοιμασία του αλωνιού, του βολόσυρου, το λίχνισμα, τη μεταφορά του καρπού και των αχύρων.
Εδώ ο συγγραφέας, παιδί 3-4 περίπου χρονών, θυμάται στο αλώνι τους, να παρακαλεί τη μητέρα του να τον πάρει στο βολόσυρο που εκείνη στεκόταν. Η απάντηση της μητέρας την οποία ακούει, ακόμα, στο βάθος του χρόνου, εξήντα χρόνια μετά, ήταν:
“Ατά κάτσε και να μη μιλείς, γιατί δεν μπορώ να λαλώ τα βούγια και να ‘χω και σένα επαέ”, σελ. 185.
Αυτή η δωρική λιτότητα εκφράζει τον αυθεντικό λόγο των Λασιθιωτών και μαρτυρεί την αφοσίωση στο καθήκον, στην ιεροτελεστία του αλωνισμού κάτω απ΄ τον καυτό ήλιο του Ιουλίου, αλλά και την ενδόμυχη προστασία και την αγάπη στο παιδί.
Ο συγγραφέας, αναφέρεται ακόμα και σε προσωπικές στιγμές της ζωής του ευχάριστες και δυσάρεστες αλλά “…Μέρες αλησμόνητες, γεμάτες αθωότητα, ομορφιά και όνειρα, μερικά από τα οποία μπόρεσα να πραγματοποιήσω, ενώ άλλα μένουν ακόμη στόχοι της ζωής μου, που σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από τις εμπειρίες μου στον παραδεισένιο λασιθιώτικο κάμπο” σελ. 173.
Σ’ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο, η απλότητα της εποχής σε κατοικία, φαγητά, ενδυμασία, μέσα, παιχνίδια, έφερνε την αγαλλίαση στις ψυχές των ανθρώπων, έφερνε αγάπη, αλληλοβοήθεια και αλληλοσεβασμό.
Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στο Οροπέδιο Λασιθίου, στους ανθρώπους του, στις ασχολίες τους, στα ήθη και στα έθιμα τους, είναι ένα αγιοκέρι στη μνήμη όσων έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο κι έχουν φύγει από τη ζωή.
Πρέπει να μελετηθεί από όλους και ιδιαίτερα από τους Λασιθιώτες διαβάζεται ευχάριστα και πάντα κινεί το ενδιαφέρον για τη συνέχεια. Όσοι δεν έχουν ζήσει σ’ αυτόν τον τόπο θα μάθουν πολλά και θα συμβάλουμε όλοι στη διάσωση της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής, ορθώνοντας ένα ανάχωμα στα ξένα πρότυπα που επηρεάζουν ιδιαίτερα τους νέους και είναι ευάλωτοι στις αρνητικές επιδράσεις της σύγχρονης εποχής.
Αυτός, είναι, εξάλλου και ο απώτερος στόχος του συγγραφέα, τον οποίο ευχαριστούμε όλοι οι Λασιθιώτες για την προσφορά του στον αγαπημένο τόπο μας.