Σε προηγούμενο άρθρο τόνισα τη σπουδαία προσφορά του καθηγητή και ακαδημαϊκού Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή, με τη λογοτεχνική μετάφραση του κοσμολογικού έπους του Οβιδίου «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ», όπου εμπεριέχονται πάρα πολλοί μύθοι της αρχαίας Ελλάδος. Μύθοι που ενέπνευσαν ζωγράφους, γλύπτες, μουσικούς και άλλους δημιουργούς και έκαναν γνωστό στη Δύση έναν πολιτισμό που έθεσε τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Εύλογη είναι η απορία: Σε μια στιγμή που η τεχνοεπιστήμη ανθεί και κυριαρχεί η αντίληψη ότι μόνο το χρήσιμο κα ωφέλιμο αξίζει, γιατί ένα λογοτεχνικό έργο να μας απασχολήσει και να το διαβάζουμε; Θα έδιδα μιαν απάντηση μόνο. Γιατί η ομορφιά σώζει και δικαιώνει τη ζωή μας.

Μια παρουσίαση σε επαρχιακή εφημερίδα δεν φιλοδοξεί να προσφέρει ούτε εμπεριστατωμένη φιλολογική ανάλυση ούτε άρτια αισθητική αποτίμηση, αλλά απλώς να δώσει στους αναγνώστες την αφορμή να διαβάσουν το έργο αυτό που κυκλοφορεί σε μια καλαίσθητη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο GUTENBERG, για να κερδίσουν τον χρόνο τους ιδιαίτερα σήμερα που η ρευστότητα, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια για το αύριο αποτελούν αφορμές απαισιοδοξίας και θλίψης.

Το έργο αυτό ξεκινά απ’ το Χάος στη δημιουργία του κόσμου, που από τη χρυσή εποχή μεταπίπτει στην εποχή που τα πάντα απαξιώνονται και ο Δίας προξενεί μεγάλο κατακλυσμό. Σώζονται ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα και ανανεώνεται το ανθρώπινο γένος. Το περίεργο είναι ότι αντιστοιχία υπάρχει με την ιουδαϊκή γένεση του κόσμου και την κιβωτό του Νώε.

Ένας χαμένος παράδεισος πληγώνει πάντα την ανθρώπινη μνήμη, δημιουργεί ενοχές και αυτόν αναζητούμε στο μέλλον ή στη μετά θάνατον ζωή. Σήμερα θα σας δώσω μια αίσθηση από τη μεταμόρφωση της Δάφνης. Η Δάφνη ήταν θυγατέρα του Πηνειού. Ευτυχισμένη και πανέμορφη. Ο Έρωτας όμως που θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο από τον Απόλλωνα και τον ζήλευε, βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί.

Τέτοια τα λόγια του Έρωτα. Μετά χτυπώντας τα φτερά του ανελήφθη

και με σβελτάδα στήθηκε ψηλά στου Παρνασσού τη δασωμένη ράχη.

Μες στην φαρέτρα βέλη δυο λογιώ, για δυο δουλειές φτιαγμένα το καθένα

έρωτα φέρνει το ένα στις καρδιές, τον έρωτα τον αποδιώχνει τ’ άλλο.

Αυτό που φέρνει έρωτα χρυσό κι αστραφτερή στην άκρη του η μύτη,

το δεύτερο δεν είναι σουβλερό κι αιχμή του στομωμένη με μολύβι.

Το στομωμένο το ‘ριξε ο θεός στην Πηνειάδα κόρη και το άλλο

τον Φοίβο βρήκε. Η λαβωματιά πήγε βαθιά ως μέσα στο μεδούλι.

Εκείνος νιώθει έρωτα, αυτή για έρωτες μήτε ν’ ακούσει στέργει,

για τα βαθιά ρουμάνια έχει καημό, με τα θεριά που αγρεύει λάφυρά της

και της παρθένας Άρτεμης πιστή, της Άρτεμης παθαίνεται να μοιάσει

με την κορδέλα πιάνοντας ψηλά τα ανάκατα και αχτένιστα μαλλιά της (…)

Την είδε ο Φοίβος και τη λαχταρά και θέλει για γυναίκα του τη Δάφνη

Ό,τι ποθεί το ελπίζει ο θεός, κι αν είναι ο ίδιος μάντης ξεγελιέται.

Πώς καίγονται οι καλαμιές μετά που οι θεριστές μαζώνουνε τα στάχυα,

πώς καίγονται στους φράκτες τα ξερά από δαδί που άφησε διαβάτης

ή στρατοκόπος που άναψε φωτιά και κίνησε χαράματα να φύγει,

παρόμοια και του Φοίβου η πυρκαγιά ολάκερη η καρδιά του ένα καμίνι.

 

Μαγεμένος ο θεός από την ομορφιά της κόρης ικετεύει την αγάπη της και όπως όλοι οι ερωτευμένοι, δίδει άπειρες υποσχέσεις. Εκείνη τρέχει για να αποφύγει την ερωτική συνεύρεση. Ικετεύει για τη σωτηρία της και ξαφνικά αρχίζει η μεταμόρφωσή της σε δέντρο.

Τον λόγο αυτό δεν πρόλαβε να πει και λήθαργος τα μέλη της πλακώνει,

λεπτή δεντρίσια φλούδα τρυφερά τύλιξε το κορμάκι της σαν ζώνη

γίνεται τώρα η κόμη φυλλωσιά, μπράτσα και χέρια γίνονται κλωνάρια,

και ασάλευτα ριζώνουν μες τη γη τα δυο της γοργοκίνητα ποδάρια

η κεφαλή της έγινε κορφή, η λάμψη της επέρασε στο φύλλο.

Δεν παύει ο Φοίβος να την αγαπά και ακουμπώντας του κορμού το ξύλο

κάτω από τη φρέσκια φλούδα νιώθει καρδιά που χτύπαγε ακόμα.

Τους κλώνους τότε αγκάλιασε σφιχτά, σαν να ‘τανε το αλλοτινό της σώμα

και έκανε να της δώσει ένα φιλί.

Τελικά ο θεός την τιμά και καθιερώνει το δάφνινο στεφάνι ως βραβείο για τους νικητές των αγώνων προς τιμήν του, τα Πύθια. Και σήμερα το άρωμα της Δάφνης γοητεύει τη γεύση μας και ευφραίνει την όσφρησή μας. Ο Απόλλωνας δεν έχει ευθύνη, γιατί υπήρξε θύμα του Έρωτα και η όμορφη κόρη έγινε ιερό δέντρο.

Μακάρι σήμερα που κυριαρχεί η πεζότητα και η χρησιμοθηρία να ήταν η φαντασία στην εξουσία και να ξανακερδίζαμε την αγάπη για τη φύση και την ομορφιά της, που αλόγιστα καταστρέφουμε και εύλογα εκείνη εκδικείται. Ίσως αν ο θεός μας ήταν ο Έρωτας, ο κόσμος να ήταν καλύτερος και χωρίς πολυποίκιλες ενοχές.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος