Ηλιόχαρη η μέρα η σημερινή! Ηλιόχαρη κι η καρδιά του Σήφη τ’ Ανεγνώστη! Από προχθές του είχαν μηνύσει τα παιδιά του πως συνεννοήθηκαν κι αποφασίσανε να μαζωχτούνε στο πατρικό τους, να ανάψουνε τον φούρνο τον προγονικό, να χαρούνε τη μυρωδιά της μάνας, τη μυρωδιά του πατέρα.

Κράτινη Κυριακή της Αποκριάς σήμερα κι ο Δοξαθεός είχε κάνει τα κουμάντα του. Το χοιρινό είχε κιόλας αλατοπιπερωθεί στη λεκανίδα κι ο πετεινός που τσιμπούσε κάθε τόσο την Πραξία έβραζε ήδη στο τσικάλι. Έτοιμο έπρεπε να είναι το ζουμί να πιούνε μια φλιτζάνα τα κοπέλια ως έρχονταν, να ξεζαλιστούν από το ταξίδι, να ζεσταθεί κι ο λαιμός τους ν’ αρχίσουν τις κουβέντες και τα τραγουδάκια.

Απολείτουργα ήτανε όταν ακούστηκαν οι πρώτες φωνές των κοπελιών στο σοκάκι: «Γιαγιά! Παππού!» Ανέδιασε1  ο Σήφης, ανέδιασε κι η Πραξία! Ήλυσε το τσεμπέρι που εφόριε από τότε πού ‘χασε τον μακαρίτη τον πατέρα της και το ‘ριξε στους ώμους. «Καλώς τα πουλάκια μου! Καλώς τα τα παιδιά μου»! Αγκαλιές, φιλιά που επαναλήφτηκαν πολλές φορές και πολλαπλασιάστηκαν όταν ήρθαν και τ’ άλλα παιδιά και τ’ άλλα εγγόνια. «Δόξα Σοι ο Θεός», σκεφτόταν ο Σήφης! Έξι εγγόνια μετρούσαν για την ώρα και τα καμάρωναν!

Ήπιανε τον καφέ τους οι άντρες, ήπιαν και ζουμί του πετεινού μερικοί, πήραν την αυλή και το δρόμο τα παιδιά και σκλήριζαν1  παίζοντας ολόχαρα. Κρατούσαν και μάσκες αποκριάτικες και μπαίνανε κατά διαστήματα στο σπίτι μέσα να φοβερίσουν δήθεν τη γιαγιά και τον παππού κι έκαναν εκείνοι πως δεν τα αναγνώριζαν και τρόμαζαν, μα από μέσα τους χαίρονταν και γελούσαν.

Άναψεν ο Δοξαθεός τον φούρνο τον παλιό που και η μυρωδιά του μόνο ήταν αρκετή να πλημμυρίσει τα σωθικά τους με ευχαρίστηση. Χρησιμοποίησε για φουρνόξυλα τα φουντάλια3 που είχε κατεβάσει οψές από τον Αρμό με το κτήμα4 και τα βρήκε ξερά κατσοπρινόξυλα, όπως έπρεπε για τον φούρνο. Ετοίμασαν ωστόσο τα ταψιά οι γυναίκες και μάλιστα στο ένα περιχύσανε τις πατάτες με αραιωμένο πελτέ ντομάτας γιατί έτσι άρεσαν του Μανωλιού. Τα βάλανε στον πυρωμένο φούρνο, τον σφραγίσανε με καθαρό πηλό από ασπρόχωμα και κάτσανε πάλι περιμένοντας να ψηθεί το κρέας, να πιούνε μια ρακή και να κουβεντιάσουν το ένα και το άλλο.

-Είπες εδά πατέρα για τα λιανόξυλα από τον Αρμό και θυμήθηκα «Τση Παπαδιάς το Δέτη» πού ‘ναι από την άλλη μπάντα! Θες να μας πεις την ιστορία, πώς πήρε αυτό το όνομα;

Χαμογέλασε πονηρά ο Σήφης!

– Εσύ παιδί μου Μανώλη σίγουρα την έχεις ξανακούσει την ιστορία, μα οι υπόλοιποι δεν κατέχω, γι’ αυτό θα σας τηνε πω να περάσει κι η ώρα!

«Ήτονε λέει παλιότερα στο χωριό ένας παπάς, νοικοκύρης.  Εχτός από τα εκκλησιαστικά ντου καθήκοντα ασχολούνταν ολημερίς με τα χωράφια, με τα περβόλια και με τσ’ ελιές. Το βράδυ ήφτανε κουρασμένος στο σπίτι, έτρωγε κατιτίς και ήθετε να ξεκουράσει το κορμί του για την άλλη μέρα. Η παπαδιά του ήτονε καλοζωισμένη. Ούτε στα χωράφια την ήπαιρνε ο παπάς ούτε σκληρές δουλειές ήκανε. Είχενε όμως ένα παράπονο ότι δεν εχαίρουντο τον άντρα τσης όπως θά ‘θελε. Καταλαβαίνετε δα! Ήρχουνταν εκείνη την εποχή ένας γυρολόγος με τον μπόγο τα καλολοΐδια στον ώμο και γύριζε στα σπίθια να πουλήσει στις νοικοκεράδες την πραμάθια του. Τελευταία πού τον έχανες πού τον έβρισκες …στης παπαδιάς το κονάκι! Επήρανέ  ντο χαμπάρι οι χωριανοί και το παρακιουκιουρίζανε5  πως η παπαδιά είχενε καύκο6  τον πραματευτή. Ο παπάς όμως ο δουλευτής χαμπάρι δεν είχενε πάρει. Μέχρι που μια μέρα ήφταξε πια ογλήγορα από το κανονικό στο σπίτι. Η παπαδιά τον ήκουσε να ξεφορτώνει το μουλάρι μα δεν επρόφταινε να διώξει τον αγαπητικό κι ίντα να κάμει δα ίσα ίσα που επρόλαβε και τον έβαλε σ’ ένα άδειο πιθάρι και το σκέπασε μια σταλιά με τη πλάκα. Μπαίνει μέσα ο νοικοκύρης και θωρεί τη γυναίκα ντου αλλαξομουσουδιασμένη7. Ξανοίγει τηνε, ρωτά τηνε, μα πράμα λέει δεν είχε. Δεν ήδωκε συνέχεια μόνο πήγε και πλύθηκε από τα χώματα κι ύστερα της είπενε να βάλει να φάνε. Ήστρωσε εκείνη το τραπέζι μα δεν ήθελε να φάει, είχε τσιμπήσει λέει πια ομπρός και δεν πεινούσε και θα πήγαινε να θέσει8.

Έφαγενε ο παπάς, ήπιενε κι ένα κρασί, έκαμε το σταυρό ντου. Κείνη την ώρα γροικά μια πνιχτή φτιαρμισταρά9  από το πιθάρι. Η σκόνη του καρπού τον είχε πειράξει τον κακομοίρη τον καύκο. Κοντοσιμώνει ο παπάς γροικά την αναπνιά ντου, κατάλαβε μα δε μίλησε. «Εδά θα σε καταστέσω εγώ σατανά» είπενε από μέσα του. Γεμίζει ένα τσικάλι λάδι και το βάζει στη φωθιά κι αφού ήκαψενε καλά, το παίρνει, σιμώνει βγάζει την πλάκα και την ώρα που ο πραματευτής σήκωνε τη κεφαλή του να δει ολόχαρος την παπαδιά, του χιλαντίζει10  το καυτό λάδι. Έτσα επόμεινεν ολοχάσκωτος και με το γέλιο στο στόμα και τα κακάρωσε11. Πετάγεται η παπαδιά από τον σοφάς12  αλαφιασμένη. «Ίντά τονε παπά εκεινιά η μουγκρά που ήκουσα»;

«Ένα διάολο βρήκα στο πιθάρι κι εκατάστεσά τονε»! «Παναγία μου κι ίντα θα τονε κάμομε δα»! «Θα τονε σηκώσομε θέλει να πα τονε πετάξομε από το δέτη στο φαράγγι! Κι ανέ τονε βρούνε κιαμιά φορά θα πούνε πως εγκρεμίστηκε αμοναχός του»! Εβάλαν τον σ’ ένα φάρδο13  μέσα, δέσανε σφιχτά τον πόρο και λέει ο παπάς: «Σήκωσέ τονε δα παπαδιά στον ώμο, μα μπορείς κι εγώ θα σου ανεβαστώ από πίσω και θα κρατώ και το θυμιατό να του ψάλω ένα συχωρεμό»! Σήκωσε η παπαδιά το φάρδο και κινήσανε να βγούνε στον Πάνω Σκούρο να γκρεμίσουνε το «διάολο» στο φαράγγι. Στη στράτα που πηγαίνανε αγκομαχούσε από την κούραση η παπαδιά μα ο παπάς από πίσω με μια σακοράφη έραβε το φιστάνι14  τση παπαδιάς με το φάρδο και σιγοέψαλλε τόσο ώστε να μη γροικά η γυναίκα ντου ίντα ακριβώς έλεγε. «Παπαδιά ξεκουμπισμένη, τρεις πάνε κι ένας γιαγέρνει»! Σαν εφτάξανε γυρίζει η παπαδιά για να γκρεμίσει τον φάρδο και ραμμένη ως ήτονε έπεσε κι αυτή μαζί και σκοτώθηκε. Μέρες μετά έψαχνε δήθεν ο παπάς να τη βρεί μα δεν την έβρισκε κι όλοι θάρεψαν πως κλέφτηκε με τον γυρολόγο και πήραν των ομαθιών15  ντος. Όταν μετά από καιρό ο Κωστής του Μουστακογιάννη που περνούσε το φαράγγι ψάχνοντας φουριάρικα16  ρίφια βρήκε τ’ απομεινάρια τους και το ‘πε στο χωριό οι πια πολλοί σκεφτήκανε πως οι δυο αγαπητικοί πέσανε με τη θέλησή ντος και ούτε που περνούσε από το μυαλό κειανενούς πως ήταν δυνατόν ο παπάς να είχε κάποια ανάμιξη. Από τότε ήταν που δώσανε και στον τόπο εκείνο το όνομα «Τση Παπαδιάς ο Δέτης».

Ίσα ίσα που είχε τελειώσει την παραμιά17  ο Δοξαθεός κι ενώ ετοιμαζόταν η Πραξία να του πει ν’ ανοίξει τον φούρνο καταφτάσανε τα παιδιά φωνάζοντας πως ο αητός που είχανε πετάξει στ’ ανάδιο στην Περβόλα , έπεσε στην κεφαλή της Αβγιονιάς18  και την πήρανε τα αίματα. Βάλανε τις φωνές οι μανάδες τους και τα μαλώνανε και μόνο η Πραξία είχε την απορία «πώς έπεσε ο αητός στην κεφαλή της Αβγιονιάς και δεν τον είδενε να ξεσύρει». Ρώτησε τα κοπέλια κι αυτά της δώσανε την εξής απάντηση:

_ Γιαγιά τον έβλεπε που έπεφτε και φώναζε: «Στην κεφαλή μου θα πέσει, στην κεφαλή μου θα πέσει» και δε μετακινιόταν! Ε, καλά δεν έπαθε;

Καλά έπαθε, σκεφτόταν η γιαγιά η Πραξία μα δεν το είπε.

Βγάλανε το ψητό, στρώσανε το τραπέζι το μεγάλο στην αυλή, δόξα τω Θεώ καλή μέρα ήτανε, φάγανε, τραγουδήσανε, χαρήκανε. Υποσχεθήκανε να το ξανακάνουν κι όσο ζει ο πατέρας τους να τους λέει κι άλλες παλιές ιστορίες.

ανεδιάζω= πηγαίνω σε μέρος που να βλέπω

σκληρίζω= κραυγάζω

φουντάλια= κλαδιά με φούντα

κτήμα= (εδώ) γαϊδουράκι

κιουκιουρίζω και παρακιουκιουρίζω= μιλώ χαμηλόφωνα, κουτσομπολεύω

καύκος= αγαπητικός

αλλαξομουσουδιασμένη= είχε πάρει διαφορετική μορφή

θέτω= ξαπλώνω

φτιαρμισταρά= φτέρνισμα

χιλαντίζω =ρίχνω κατά πάνω του

κακαρώνω=πεθαίνω

σοφάς= υπερυψωμένη ξύλινη κατασκευή για κρεβάτι

φάρδος= τσουβάλι από λινάτσα

φιστάνι=φουστάνι, φόρεμα

παίρνω των ομαθιών μου = φεύγω μακριά σε άγνωστο μέρος

φουριάρικα= αγριοκάτσικα των γκρεμών

παραμιά =παροιμία, (εδώ) διήγηση με μυθικά στοιχεία

Αβγιονιά= παράφραση του ονόματος Ευγενία.

 

*Ο Μανώλης Χετζογιαννάκης είναι  μέλος του Συλλόγου Λογοτεχνών Ηρακλείου  “Κρητών Λόγος”