Σε στάση ετοιμότητας οι τέσσερις λέοντες, ακοίμητοι φρουροί, τυλίγουν το νάμα που ρέει της κρήνης του Μοροζίνη. Ένα μνημείο που δεσπόζει της «ομώνυμης πλατείας» που μαζί με τ’άλλα στέκουν αμέριμνα στο χρόνο, και περιποιούν τιμή και κλέος για την σημαίνουσα πόλη, ακόμα κι αυτά που θάφτηκαν και δεν αναδείχτηκαν, αφού τα εγκατέλειψε η αλαζονεία του ακμάζοντος.
Με ρίζες στην ενετική αρχαιότητα, ακόμα και στο παρόν, η περίφημη πλατεία «των Λιονταριών» αποτελεί ένα hot spot κουλτούρας, προφητειών, χρησμών, έπαρσης και μυσταγωγίας. Ένας τόπος που εκλύει «spiritual energy» γεμάτος μάγια και φαντασίωση που συνθέτουν το προφίλ ενός πλούσιου μύθου.
Κοντά στο σύμπαν, συνάμα και στο κέντρο της πόλης, ανέκαθεν ήταν ένα κοσμοβριθές σημείο συνάντησης όπου μπλέκονται οι ανθρώπινες ταυτότητες, ενώ με την ηχηρή παρουσία τους οι νέοι κάνουν τη ζωή να εκρήγνυται.
Δεν είναι τυχαίο που όλος αυτός ο λαός αγαπάει το παλιό, μ’ έναν τρόπο σχεδόν υποβλητικό και παράλληλα πρωτότυπο. Σύμβολο κουλτούρας και η παρέα, η καθημερινή συναναστροφή, μια συνήθεια που δεν λέει να παρακμάσει, που δεν κουράζει, που εξαγνίζει, ενώνει και ανανεώνει.
Μια επίσκεψη στα στέκια των café πέριξ της περιώνυμης πλατείας, που σχεδόν ακουμπούν στα πέλματα των Λιονταριών, αποτελεί μια πράξη αντίστασης ενάντια στη στενόχωρη ψυχολογία, μια απόδραση από τις ξέρες της καθημερινότητας που νοτίζει την ξεραΐλα που φέρνει η κάθε συρρίκνωση και επηρεάζει θετικά τις μεταβλητές μας.
Διά το “χρήσιμον και δι “ηδονήν” και διά το “αγαθόν”.
(ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ)
Σε μια γενικευμένη δυστροπία, σ’ ένα κλίμα εκκρεμότητας και αμφιβολίας, όπου καμιά συνωμοσία δεν μπορεί να κρύψει το βάθος της παρακμής, το θέμα της ψυχαγωγίας κάθε άλλο παρά αλώβητο έμεινε. Εγκλωβισμένοι όλοι σ’ ένα αδιέξοδο γεμάτο βροντερές βεβαιότητες και συναισθηματικές μεταπτώσεις, η απόλαυση του καφέ σταλάζει μέσα μας μια ευφορική ουσία που διώχνει τις κακές σκέψεις, ενώ μια αίσθηση ανακωχής και παρεΐστικου μεταισθήματος μένει καρπός για το υπόλοιπο της μέρας.
Σε μια εποχή επικοινωνιακής καχυποψίας, που λείπει η διάπυρη προσπάθεια να πλησιάσει ο ένας τον άλλον, όπου η μοναξιά και η κυκλικότητα της μονοτονίας αποτυπώνονται σε γκρίζο φόντο, παράγοντας ακραία θλίψη, νιώθει κανείς ευγνωμοσύνη σε οτιδήποτε του προσφέρει μια βαθιά εισπνοή. Εγκαταλείποντας τη σχέση πεσιμισμού που έχει εμφυσήσει η κρίση, την ώρα που άλλοι περνούν στην άρνηση, οι συναντήσεις με φίλους λειτουργούν σαν ένα ψυχαγωγικό λουτρό που βοηθάει στην επιστροφή της κατάφασης.
Πιάνοντας άκρες με τους άλλους, με διαπιστωμένη την καλή χημεία (κάτι που πιστώνεται σαν πλεονέκτημα), προκόβοντας η φιλία, μπορεί να οδηγήσει στην αμοιβαιότητα, στη συνεννόηση, στη συγκατοίκηση και στην ανοχή, θρυμματίζοντας τις συμβάσεις, τους τύπους, την υποκρισία με μια ανυπόκριτη συμπάθεια. «Σφίγγοντας, λέγεται, το χέρι του άλλου, δεν υπάρχει μεγαλύτερη γέφυρα απ’αυτή την απλή κίνηση», σε αντίθεση με την καθήλωση στο σπίτι, με όρους δεσμωτηρίου που απηχεί την ιδιωτική σχέση με τον υπολογιστή.
Ενεργούμενα μιας νεότροπης τάσης αποξένωσης και απομονωτισμού που δεν σημαίνει κανένα αναβαθμό, αφού αποδεικνύεται δηλητήριο που όσο μένει μέσα μας, μας καταστρέφει. Μιλώντας από τη σφαίρα του ιδιωτικού βιώματος (ας μου επιτραπεί ο προσωπικός τόνος) εγώ που έκτισα όλη μου τη ζωή πάνω σ’ ένα μονοσήμαντο επαγγελματικό κατεστημένο, όπου η κάθε απόπειρα φυγής αποτελούσε παράβαση, επιτρέποντας στον εαυτό μου μια παύση για καφέ σήμερα, νιώθω να εξοφλώ μια οφειλή που αιωρούνταν για χρόνια μέσα μου, σαν ένα αντίδωρο στον τόπο που υπήρξε αγκυροβόλιο στην Ιθάκη των νεανικών μου χρόνων.
Ακολουθώντας τώρα πια την ιδιωτική μου οδό, δίνω καθημερινά το “παρών” μαζί με φίλους σε στέκια των Λιονταριών. Μονάχα σ’ αυτή την καθημερινή ανάγνωση έχω ακόμα τα λογικά μου, βλέπω το θυμικό μου να ανακάμπτει. Εξ’ άλλου όπως λέει και ο Καβάφης «ο καθένας έχει τις μονομανίες του, τις αισθηματοποιεί και όταν του τις παραβιάσουν, αγριεύει». Στην κατηγορία των νοσταλγών ανήκω κι εγώ, πολιτογραφημένος Ηρακλειώτης, έχω το αλάτι αυτής της πόλης μέσα μου, καταγεγραμμένο στην συναισθηματική γεωγραφία μου, στο αίμα μου. Αγαπώ αυτόν τον τόπο με τις αλήθειες του και τα ψέματά του.
Εν τέλει, όπως πολύ σωστά διατυπώνει στους χρησμούς του ο Αριστοτέλης στον τίτλο του κειμένου, η συναναστροφή με φίλους εξελίσσει και σένα τον ίδιο. Ο κόσμος, λένε, υπάρχει μόνο όταν τον μοιράζεσαι με άλλους. Μόνο συμφιλιωμένοι, συντηρούμε αυτό που μας ενώνει. Ανατρέχοντας και πάλι στη σφαίρα του ιδιωτικού μου βιώματος, μετατοπίζοντας «επεισόδια» σε κάποια πρόσφατη ωρίμανση, με δεδομένο ότι κάθε σχέση είναι υπό ανάκληση, επαυξάνω, λέγοντας: Tι πιο ευχάριστο να δοκιμάζεται κανείς μόνο με τους αληθινούς, ακόμα κι αν διαφωνεί μαζί τους!