Η συμμαχία που πριν από δύο χρόνια ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν χαρακτήριζε ως «εγκεφαλικά νεκρή», έχει αναστηθεί. Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, πίστευε ότι με την εισβολή του στην Ουκρανία θα αποδυνάμωνε το ΝΑΤΟ και θα δίχαζε τα μέλη του. Στην πραγματικότητα, όμως, πέτυχε το ακριβώς αντίθετο: Η βορειοατλαντική συμμαχία μοιάζει, πλέον πιο ενωμένη και ισχυρή από ποτέ.
Πέρασαν πάνω από δύο αιώνες, με τη Σουηδία να μένει επισήμως αμέτοχη σε πολεμικές συγκρούσεις που αιματοκύλησαν την Ευρώπη και τον κόσμο. Δίπλα της, η Φινλανδία, η οποία από την ανεξαρτησία της -το 1917- και μετά, συμπλήρωσε πάνω από έναν αιώνα ουδετερότητας. Στην πραγματικότητα, ζούσε στην «κόψη του ξυραφιού» δίπλα στον μεγάλο και δύστροπο γείτονά της, την Σοβιετική Ένωση – μια «ανεξαρτησία» με τίμημα την πειθήνια στάση της χώρας απέναντι στην τότε υπερδύναμη. Η περίφημη «φινλανδοποίηση».
Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία ότι η ιστορική απόφαση των δύο χωρών να εγκαταλείψουν την ουδετερότητά τους και να υποβάλουν αιτήσεις ένταξης στο ΝΑΤΟ είναι μια σπουδαία εξέλιξη και σε επίπεδο συμβολισμού. Είναι το τέλος της ουδετερότητας. Αλλά, πολύ φοβάμαι, είναι επιπλέον και η αρχή ενός νέου ψυχρού πολέμου – με απρόβλεπτες συνέπειες.
Πάντως, σε ό,τι μας αφορά, πιστεύω ότι οι τεκτονικές αλλαγές στη διεθνή σκακιέρα που έχει επιφέρει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δίνουν στην Ελλάδα την ευκαιρία ενός αναβαθμισμένου ρόλου στην περιοχή της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η αρνητική στάση της Άγκυρας στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ προκάλεσε ήδη έντονες αντιδράσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλα τα άλλα κράτη-μέλη.
Ακόμα και αν τελικά αρθεί το βέτο, εμφανίζεται η Άγκυρα ως ο πιο προβληματικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ. Έπειτα, λοιπόν, από την προκλητική στάση της Τουρκίας στη βορειοατλαντική συμμαχία και από την μέχρι πρότινος αδιανόητη ρωσική εισβολή, οι συνθήκες μοιάζουν να είναι πιο ώριμες από ποτέ για να αποκτήσουν τα ελληνοαμερικανικά συμφέροντα, μια νέα δυναμική.
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια επικεντρώθηκαν στην εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας – αυτό αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από όσα συμβαίνουν σήμερα στην Αλεξανδρούπολη. Το επόμενο στάδιο πιθανολογώ ότι θα είναι μια σαφώς πιο στενή ενεργειακή σχέση, η οποία θα δημιουργήσει τις ικανές προϋποθέσεις να μετατραπεί η χώρα μας σε περιφερειακό κόμβο.
Η Ελλάδα πολύ σοφά, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει επιλέξει μια πολιτική ουσιαστικής προσέγγισης με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ. Και μπορεί μεν το ταξίδι του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στην Ουάσιγκτον να ήταν μία επιτυχία προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε κάτι σημαντικό: ότι αυτήν την πολιτική την εγκαινίασε, το 2010, το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου.
Ήταν μία απολύτως συνειδητή στρατηγική επιλογή που τότε είχε αμφισβητηθεί έντονα από την αντιπολίτευση και τώρα όλοι αναγνωρίζουν ότι έχει όχι μόνο ορατά, αλλά και μακροπρόθεσμα οφέλη. Εξάλλου, πατριωτικό είναι πρωτίστως αυτό που εξυπηρετεί σε βάθος χρόνου, τα οφέλη της χώρας. Αυτήν την πολιτική συνεχίζει ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος τονίζει την ανάγκη η Ευρώπη να διατηρήσει την αυτονομία της, χωρίς φυσικά να αμφισβητεί την ιδιαίτερη σημασία και τον ρόλο του ΝΑΤΟ.
Όπως σωστά επισήμανε στην ομιλία του, στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, ο Νίκος Ανδρουλάκης: «Πρέπει να αξιοποιήσουμε δυναμικά τα γεγονότα. Αν προχωρήσει η αμυντική ένωση της Ευρώπης, αν αποκτήσουμε κοινούς εξοπλισμούς, αν γίνει ο ευρωστρατός, αν έχουμε εννιαία εξωτερική πολιτική, ο ελληνικός λαός θα πληρώνει λιγότερα χρήματα σε εξοπλισμούς, θα αποκτήσει συμπαραγωγές, θα είμαστε όχι μόνο μία χώρα-καταναλωτής, αλλά και μια χώρα-παραγωγός».
Και, πράγματι, η αλήθεια είναι ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι παίρνουν για πρώτη φορά στα σοβαρά τη συλλογική τους άμυνα, αντιλαμβάνονται την χρησιμότητα του ΝΑΤΟ και την ανάγκη για περισσότερη εμβάθυνση, συνεργασία και συνοχή. Δυστυχώς, είναι πια βέβαιο (και στην Ευρώπη) ότι χωρίς σοβαρή αποτρεπτική ισχύ, δεν μπορεί να υπάρξει η διασφάλιση της ειρήνης…
*Ο Φραγκίσκος Λαμπρινός είναι δικηγόρος