Από τον πατέρα  μου κληρονόμησα δύο πράγματα: τη φαλάκρα και την αγάπη του για τις γυναίκες. Του τα συγχωρώ και τα δύο (εντάξει, όχι το πρώτο, αυτό είναι ασυγχώρητο).

Υπήρξε πάντα ένας ωραίος άντρας που σαγήνευσε τη μάνα μου με τη στολή της αεροπορίας σε κάποια κινηματογραφική προβολή στην Όαση,  τέλη της δεκαετίας του ’50. Την πήγε γαμήλιο ταξίδι στη Ρόδο κι έχει φωτογραφηθεί μαζί της στην Κοιλάδα των πεταλούδων (προφανώς η Ρόδος ήταν τότε για τους νεόνυμφους ό,τι υπήρξε  αργότερα για εμάς το μακρινό Μπαλί της Ινδονησίας).

Ακολούθησε η άφιξή μου στον κόσμο.

ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
του Άρη Σφακιανάκη
Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στην Πόμπια. Εκεί περνούσα παλιά τα καλοκαίρια μου,  όταν τα χωριά της Μεσαράς δεν είχαν ακόμα ηλεκτρικό –κι έτσι όταν ξαπλώναμε τα βράδια στρωματσάδα στις ταράτσες, ο ουρανός έλαμπε πάνω μας με τα χιλιάδες καντήλια του. Τέτοια ομορφιά του νυχτερινού ουρανού δεν είδα παρά χρόνια αργότερα,  όταν τέλειωνα τη Νομική, στο Άγιο Όρος.

Ο πατέρας μου, ο Γιώργος Σφακιανάκης, δούλευε στην ΥΠΑ ως τηλεπικοινωνιακός –είχε μάταια επιχειρήσει να μου μάθει τα σήματα μορς, ήμουν ανεπίδεκτος σε παύλες και τελείες, στα  μακρά και βραχέα χτυπήματα του τηλετύπου. Ήταν ένας γαλαντόμος άντρας που ξόδευε απλόχερα για τους φίλους και την οικογένειά του, την ίδια στιγμή που η μάνα μου προσπαθούσε να του βάλει κάποιο φρένο.

Του άρεσε να παίζει πρέφα –αυτό τον κρατούσε μακριά από το σπίτι τα απογεύματα, κι άφηνε εμάς τα παιδιά (στο μεταξύ είχε γεννηθεί κι ο αδερφός μου) να παίζουμε ανενόχλητα στη γειτονιά. Μια γειτονιά στο κέντρο του Ηρακλείου που έσφυζε τότε από τις φωνές και τα παιχνίδια των παιδιών. Σήμερα με θλίβουν οι άδειες, σιωπηλές γειτονιές, λες κι ο Αυλητής του Χάμελιν έχει περάσει κι έχει παρασύρει με τη φλογέρα του όλο το παιδομάνι.

Του πατέρα μου δεν του άρεσε ο χορός –κι ας τον τραβούσε ολοένα η μάνα μου σε γλέντια (ίσως γι’ αυτό). Εδώ του μοιάζω.

Εκεί που δεν του έμοιασα καθόλου είναι στα ταξίδια. Ο πατέρας μου τα απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι –προς μεγάλη απογοήτευση της μάνας μου. Εμένα τα ταξίδια είναι η ζωή  μου (όπως και τα βιβλία –και κάποτε, παλιά, και οι γυναίκες). Ο ευσταλής εκείνος άντρας, ο πατέρας μου, κατέρρευσε συναισθηματικά και σωματικά μόλις έφυγε για τις αιώνιες μονές η μητέρα μου. Άντεξε τέσσερα χρόνια δίχως της. Στο τέλος, ξεκουράστηκε.

Μόλις έμαθα στην Αθήνα όπου ζω τον θάνατό του, έσπευσα στο αεροδρόμιο. Ενώ περίμενα την πτήση  τηλεφώνησε ο αδερφός μου να  μου πει ότι δεν έβρισκαν μαύρα παπούτσια για να φορέσουν στον νεκρό (έπεσε Κυριακή,  και τα μαγαζιά κλειστά). Με ρώτησε αν είχα αντίρρηση να πάρουν ένα ζευγάρι από εκείνα που είχα εγώ στην γκαρνταρόμπα μου στο Ηράκλειο.

«Μα, φυσικά», είπα.

«Τα Tod’s ή τα Ferragamo;» με ρώτησε. (Έχω ακριβά γούστα στα παπούτσια).

«Τα Ferragamo», του λέω. Τα είχα αγοράσει στη Νέα Υόρκη και θα μου άρεσε να σκέφτομαι ότι θα τα φοράει εκείνος στο τελευταίο ταξίδι.

Γράφω τώρα τούτες τις αράδες στο πατρικό μου σπίτι, πάνω στο ίδιο ξύλινο τραπεζάκι που έχω  από παιδί στην κάμαρά μου. Ακούω την καμπάνα του Αγίου Μηνά να μετράει τις ώρες. Σε λίγο θα βγω να περπατήσω στα τείχη. Θα σκέφτομαι τον πατέρα μου να φοράει τα παπούτσια μου. Δάκρυα πλημυρίζουν τα μάτια μου.

Πατέρα, να είναι καλό το ταξίδι..